~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σελίδες για την ζωή, το έργο, την αλληλογραφία του συγγραφέα και ταξιδευτή της ζωής, της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα // Επιμέλεια: Πάνος Αϊβαλής"......
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μεάφραση // Translate


Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Νίκος Καζαντζάκης: Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως;



Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία... Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός, κάθε στιγμή πεθαίνουμε.
Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γεννιόμαστε.
Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο….
 
ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ
 
…Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.
Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.
Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ δε με νοιάζει.
Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: “Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!” Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.
Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.
Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη.
Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει….
 
ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ
 
Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.
Ποιο είναι το χρέος μου;
Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
 
ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ
 
…Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.
Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.
Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.
Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος…
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρη κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»
Ξέρω τώρα δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευθερία….
 
ΕΓΩ
 
…Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω!
 
Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ ακλούθα μου!
Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.
Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.
Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες:
Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους! …
 
Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
 
…Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.
 Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.
… Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση κλείσε τον!
 Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ’ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.
 Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.
Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη…
 
Απόσπασμα από την Ασκητική
 
Ο Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 –  26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας συγγραφέας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως.
Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς από το λαό ποιητές.
 
Γεννήθηκε  στο Ηράκλειο Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Ήταν γιος του εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού Μιχάλη Καζαντζάκη και της Μαρίας και είχε δύο αδελφές.
 
Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
 
Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια.
 
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.
 
Εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Καθημερινή, εκδίδεται το διαζύγιό του με την πρώτη του σύζυγο και γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, το 1924 με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της «Οδύσσειας».
Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του «Ταξιδεύοντας», ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την «Aσκητική», το φιλοσοφικό του έργο.
 
Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική».
Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ. To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Το 1943 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
 
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946.
 
Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι – Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
 
Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ’ τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ’ την Ακαδημία της Αθήνας. Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι.
 
Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του.
Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού».

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.
 
Το 1957 η υγεία του είχε κλονιστεί από λευχαιμία.  Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο Κρήτης, χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος. -

Πηγή: like.philenews.com

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

"Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια..."- Ο Ν. Καζαντζάκης για τη δική του μάνα στον "Γκρέκο"


Στα 1900, όρθιοι, από αριστερά: Ο Νίκος Καζαντζάκης και οι αδελφές του Αναστασία και Ελένη. (Καθήμενοι:) Ο αδελφός της μητέρας του, Αντώνης Χριστοδουλάκης και η μητέρα του Μαρία. (Καθήμενοι μπροστά:) Τα εξαδέλφια του Άννα και Γεώργιος, τέκνα του Αντώνη Χριστοδουλάκη
Στα 1900, όρθιοι, από αριστερά: Ο Νίκος Καζαντζάκης και οι αδελφές του Αναστασία και Ελένη. (Καθήμενοι:) Ο αδελφός της μητέρας του, Αντώνης Χριστοδουλάκης και η μητέρα του Μαρία. (Καθήμενοι μπροστά:) Τα εξαδέλφια του Άννα και Γεώργιος, τέκνα του Αντώνη Χριστοδουλάκη


Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεσά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου• δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου• δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει• χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου• κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.
Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο», 1961

 Στα 1900, όρθιοι, από αριστερά: Ο Νίκος Καζαντζάκης και οι αδελφές του Αναστασία και Ελένη. (Καθήμενοι:) Ο αδελφός της μητέρας του, Αντώνης Χριστοδουλάκης και η μητέρα του Μαρία. (Καθήμενοι μπροστά:) Τα εξαδέλφια του Άννα και Γεώργιος, τέκνα του Αντώνη Χριστοδουλάκη
Στα 1900, όρθιοι, από αριστερά: Ο Νίκος Καζαντζάκης και οι αδελφές του Αναστασία και Ελένη. (Καθήμενοι:) Ο αδελφός της μητέρας του, Αντώνης Χριστοδουλάκης και η μητέρα του Μαρία. (Καθήμενοι μπροστά:) Τα εξαδέλφια του Άννα και Γεώργιος, τέκνα του Αντώνη Χριστοδουλάκη