~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σελίδες για την ζωή, το έργο, την αλληλογραφία του συγγραφέα και ταξιδευτή της ζωής, της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα // Επιμέλεια: Πάνος Αϊβαλής"......
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μεάφραση // Translate


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Νίκος Καζαντζάκης: Υμνητής της Γυναίκας ή Μισογύνης;

Άρθρο της Dr. Μαριέττας Ιωαννίδου,
Καθηγήτριας του Τμήματος Βυζαντινών
και Νεοελληνικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ,

«O Καζαντζάκης βάζει με μεγάλη ευκολία τους ήρωές του να απαρνιούνται δύο αγαθά που ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ: το σεξ και τον πλούτο». Ήμουν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όταν πήγα ν’ ακούσω την ομιλία μιας συγγραφέως, της Λιλής Ζωγράφου, που είχε κάνει αίσθηση για την τολμηρότητα της γραφής της και της θεματογραφίας της και έγινε γνωστή στο Πανελλήνιο επειδή τόλμησε να απομυθοποιήσει τον Καζαντζάκη δημοσιεύοντας το 1959 τη μελέτη της «Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός».
Νίκος Καζαντζάκης. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.
Νίκος Καζαντζάκης. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.
Το παραπάνω απόσπασμα της ομιλίας της με έβαλε σε σκέψεις, γκρέμιζε ένα είδωλό μου, κατά κάποιον τρόπο, επειδή είχα από το Λύκειο διαβάσει κιόλας τα περισσότερα έργα του μεγάλου συγγραφέα και τον θαύμαζα απεριόριστα! Την περίοδο εκείνη μάλιστα διάβαζα την «Οδύσσειά» του και ήμουν άκρως εντυπωσιασμένη, όχι μόνον από τη φαντασία του συγγραφέα, αλλά κι από τη γλώσσα του, με τις ασυνήθιστες και πρωτάκουστες για μένα λέξεις, που με γοήτευαν, σαν θύελλα… Κυρίως στο έργο αυτό, αλλά και στα μυθιστορήματά του είχα συναντήσει πληθώρα γυναικών κι αντρών που ζούσαν παθιασμένους έρωτες. Πώς ήταν λοιπόν δυνατό ο ίδιος να μην είχε γνωρίσει ποτέ τον έρωτα?
Δύο χρόνια μετά την ομιλία της Ζωγράφου, το 1975, κυκλοφόρησε το βιβλίο τουΓεωργίου Π. Σταματίου «Η γυναίκα στη ζωή και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» όπου, ουσιαστικά, γίνεται μια προσπάθεια ανατροπής των όσων υποστήριζε η Λιλή Ζωγράφου, συμπεραίνοντας ότι «ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν τέλεια φυσιολογικός άντρας, ικανός, όσο λίγοι, να κατακτήσει μια γυναίκα σωματικά και ψυχικά».
Ενώ η Ζωγράφου αναφέρεται στη μελέτη της σε συζητήσεις που είχε με την πρώτη σύζυγο του Καζαντζάκη τη Γαλάτεια, ο Σταματίου στηρίζεται κυρίως σε επιστολές και πληροφορίες που του παραχώρησε η δεύτερη γυναίκα του συγγραφέα, η Ελένη.
Μια ακόμη αντίφαση, οι δύο αυτές μελέτες, από τις τόσες πολλές που υπάρχουν για τον Καζαντζάκη ως άνθρωπο κι ως συγγραφέα, θα λέγαμε. Για μένα πάντως υπήρξαν το κίνητρο μιας προσπάθειας να απαντήσω στο ερώτημα αν ο μεγάλος συγγραφέας ήταν τελικά μισογύνης ή αντίθετα υμνητής του θηλυκού ανθρώπινου γένους.

Θα αρχίσω με τη σχέση του Καζαντζάκη με τη Γυναίκα στην προσωπική του ζωή:

Για τη σχέση του με τη μητέρα του, Μαρία ή Μαριγώ, το γένος Χριστοδουλάκη, έχουμε αρκετές μαρτυρίες, κυρίως σε επιστολές του προς τους γονείς του και τις δύο αδελφές του, αλλά και προς τη γυναίκα του Ελένη και τον συγγραφέα κι αδελφικό του φίλο Παντελή Πρεβελάκη.
Τη μάνα του ο Καζαντζάκης την αναφέρει ως μια «άγια γλυκότατη γυναίκα» με «καλοσύνη κι αντοχή και κατανόηση», ενώ τον πατέρα του τον χαρακτηρίζει συχνά ως «ανήμερο θεριό». Στο θεριό αυτό ήταν τελείως υποταγμένη η Μαριγώ, που πέρασε τη ζωή της γεμάτη εγκαρτέρηση και υποταγή στη μοίρα της. Το τελευταίο της παιδί, ο Γιώργος, πέθανε σε παιδική ηλικία. Ο θάνατος της μητέρας του, το 1932, τον βρήκε στην Τσεχοσλοβακία, κι έκανε την καρδιά του να σπαράξει, όπως γράφει στον Πρεβελάκη. Το όραμα της μητέρας του τον κυνηγούσε μέχρι το τέλος του.
Οι δύο αδελφές του, η Αναστασία και η Ελένη, ήταν θύματα κι αυτές της δεσποτείας του πατέρα τους, καπετάν Μιχάλη. Πάντως είχαν την πολυτέλεια να ψωνίζουν τα προικιά τους στα καλύτερα καταστήματα του Ηρακλείου, όπου ο πατέρας τους είχε ανοιχτό λογαριασμό στο όνομά τους! Στο σπίτι της  στην Αθήνα, όπου έμενε μετά τον γάμο της για αρκετά χρόνια η μικρότερη αδελφή , η Ελένη, φιλοξενούσε συχνά τον αδελφό της.
Η Γαλάτεια  πάντως, αναφέρει στο βιβλίο της για τον Καζαντζάκη πως δεν παρατήρησε ποτέ κάποιο ίχνος αγάπης και στοργής ανάμεσα στον Νίκο και τις αδελφές του. Τον υπηρετούσαν μόνον κι αυτός δεν τις έβγαζε ποτέ περίπατο, όπως κάνανε οι αδελφοί για τις αδελφές… (Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι). Οπωσδήποτε όμως αυτό που έδενε τα τρία παιδιά ήταν το ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν το σκληρό φέρσιμο του Δυνάστη-πατέρα τους.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το έργο «Καπετάν Μιχάλης» (σ. 197) Η Ρηνιώ, που πίσω από τη μορφή της κρύβεται μία από τις δύο αδελφές του Καζαντζάκη, περιποιείται τους καλεσμένους σ’ ένα γλέντι στο σπίτι τους και τραβάει την προσοχή του πατέρα της.
«…Κάπου την είχε δει την κοπέλα τούτη – ποια να’ ταν; Όλη τη βραδιά τι περιποίησες του είχε κάμει, πως ψυχανεμίζουνταν άσφαλτα το τι ήθελε, νερό, κρασί, μεζέ, τσιγάρα κι έτρεχε και του το’ φερνε! Έγνεψε στη γυναίκα του, που μοίραζε το ψητό στους καλεσμένους: – Ποια ‘ναι η καλή κοπέλα αυτή; τη ρώτησε δείχνοντας με το μάτι του τη Ρηνιώ, κάπου την έχω δει – μα πού; Η κυρά-Κατερίνα αναστέναξε.
– Είναι η κόρη σου…αποκρίθηκε…»
Ας δούμε τώρα τις γυναίκες με τις οποίες συνδέθηκε ο Καζαντζάκης, δύο συζύγους και μερικές φίλες. Ο πλατωνικός δεσμός του με τη Γαλάτεια Αλεξίουξεκίνησε το 1901 στο Ηράκλειο. To λογοτεχνικό της ψευδώνυμο ήταν Πετρούλα Ψηλορείτη.
Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962)
Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962)
Ήταν δύο ολότελα διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετική ιδιοσυγκρασία και κοινωνική προέλευση. Αυτό που τους ένωνε ήταν η αγάπη τους για τα γράμματα. Υπήρξαν το πιο πολυσυζητημένο ζευγάρι των νεοελληνικών γραμμάτων. Η σχέση τους ήταν ιδιότυπη: «Παράξενος έρωτας. Αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα, όχι. Τίποτα. Τίποτα απ’ αυτά. Η ώρα περνούσε με κουβέντες γύρω από τα βιβλία» γράφει στο βιβλίο για τη σχέση τους η Γαλάτεια (Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι). Ο Νίκος τής έστελνε βιβλία, που μέσα στα λόγια των ηρώων τους κρυβόταν τα δικά του τρυφερά μηνύματα. Η ίδια ανήσυχο πνεύμα, προοδευτικό και καλλιεργημένο, κολακευόταν από το ενδιαφέρον του. Ήταν όμως και αρκετά προσγειωμένη ώστε δυσκολευόταν να καταλάβει τις μεταφυσικές αγωνίες του. Ο ίδιος υπήρξε πολέμιος κάθε κοινωνικού θεσμού στην προσπάθειά του να κατακτήσει τις πιο ψηλές κορφές της ελευθερίας. Γι’ αυτό και δεν ήθελε να επισημοποιήσουν με γάμο τον πολύχρονο δεσμό τους.
«Την Τοτώ και μίαν καλύβην», έλεγε, δεν αποφάσιζε όμως να την παντρευτεί και να εναντιωθεί στη θέληση του πατέρα του, που ούτε να ακούσει ήθελε για το γάμο αυτό. Το 1910 το ζευγάρι φεύγει στην Αθήνα (η Γαλάτεια εγκαταλείπει την ευθύνη του νοικοκυριού του σπιτιού της και τη φροντίδα των τριών μικρότερων αδελφών της που είχε αναλάβει μετά το θάνατο της μητέρας της) και συμβιώνουν, σ’ ένα σπίτι στα Πατήσια. Mια μαρτυρική ζωή, όπως την περιγράφει η Γαλάτεια. Τελικά, ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφουν στην Κρήτη για να παντρευτούν στο εκκλησάκι ενός νεκροταφείου, το μόνο μέρος όπου ο Καζαντζάκης ελπίζει να μη διανοηθεί ο πατέρας του να τον κυνηγήσει…
Ακολούθησε μια κοινή ζωή 15 χρόνων χωρίς την τέλεια ένωση. Ο ίδιος ταξίδευε, συνολικά απουσίασε τρία χρόνια στο εξωτερικό, σε μερικά από τα ταξίδια του αυτά συνάπτει παροδικούς δεσμούς και παράλληλα στέλνει στη Γαλάτεια τα πιο φλογερά του γράμματα: «Μη με ξεχνάς. Σου ‘δοκα πολλές πικρίες μα Σ’ αγαπώ. Δε μπόρεσα ποτέ να βρω τα λόγια που θα μπορούσανε να Σε πείσουνε. Μα όταν κοιτάξεις με ησυχία και καλοσύνη τη ζωή μου, θα με πιστέψεις», της γράφει.  
Δύσκολο για τη Γαλάτεια να τον πιστέψει, φύση νευρική, δεν μπορούσε να αντέξει την κατάσταση κι η αρμονία δεν επήλθε ποτέ ανάμεσά τους. Εκείνη ζήλευε, αγανακτούσε, δεν επιδοκίμαζε τα έργα του, ενώ όλοι τα εγκωμίαζαν.
Η αδελφή της Γαλάτειας, η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, θα αποκαλύψει αργότερα: «Νίκος-Γαλάτεια, δέκα χρόνια είχαν ερωτικό δεσμό χωρίς συμβίωση. Δεκάξι χρόνια κάνανε παντρεμένοι. Εικοσιέξι χρόνια συνολικά, χωρίς σαρκικό δεσμό» ( Στο βιβλίο της : Για να γίνει μεγάλος).
Ελένη Καζαντζάκη (1903-2004)
Ελένη Καζαντζάκη (1903-2004)
Στα 1924, που ο Καζαντζάκης επιστρέφει στην Ελλάδα, ζητάει μια καλή δαχτυλογράφο. Η συγγραφέας Λιλίκα Νάκου του συστήνει μια χλωμή, νέα κοπέλα, που υποκύπτει σαν υπνωτισμένη στη γοητεία του Καζαντζάκη. Η Ελένη Σαμίου είναι μια εξαίρετη δαχτυλογράφος, που δέχεται ευχάριστα τη μοίρα της αφανούς προσωπικότητας, εντελώς αντίθετη από τη Γαλάτεια. Γλυκιά, αφοσιωμένη, ιδανική σύντροφος γι΄αυτόν. Παρά τη διαφορά της ηλικίας (αυτή ήταν 20 χρόνια νεότερη) και της μόρφωσής τους, υπήρχε τέλεια αρμονία στη σχέση τους.
Συχνά οι μελετητές του Καζαντζάκη αναφέρονται με θαυμασμό στην απόφαση του  να ξαναγράψει επτά φορές την «Οδύσσεια», αναζητώντας την τελειότητα, (33.333 στίχους), αλλά προσπερνούν το γεγονός ότι και η Ελένη έπρεπε να την αντιγράψει επίσης εφτά φορές, στη γραφομηχανή της εποχής εκείνης!
Η γυναίκα αυτή θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του, θα την παντρευτεί, μετά από 20άχρονο δεσμό, το 1945, ώστε να μπορέσουν να βγάλουν διαβατήριο συζύγων και να ταξιδέψουν στην Αμερική, μαζί με τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Εντελώς διαφορετική από τη Γαλάτεια, η Ελένη, υπομονετική κι ακούραστη, στάθηκε στο πλευρό του φροντίζοντάς τον ακατάπαυστα. Δαχτυλογραφούσε τα έργα του, τον συνόδευε στα ταξίδια του και φυσικά είναι αυτή που του έκλεισε τα μάτια, όταν εκείνος έφυγε για πάντα στις 26 Οκτωβρίου 1957.
Έζησαν μαζί 35 χρόνια. Στον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη έγραφε: «Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου, χωρίς αυτήν θα ‘χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη, (…) γενναία συναθλήτρια, δροσερή πηγή στην απάνθρωπη ερημιά μας, παρηγοριά μεγάλη…». Για χάρη της περιόρισε τις σχέσεις του με γυναικεία πρόσωπα του παρελθόντος.
Από το 1933 μέχρι το 1946 το ζεύγος είχε εγκατασταθεί στην Αίγινα, μια περίοδος ευτυχισμένη και δημιουργική, που τη σκιάζουν μόνο αρρώστιες (ο Καζαντζάκης υπέφερε από αλλεργίες), η Κατοχή και η αθεράπευτη δίψα του για τα ταξίδια. Η Ελένη τον ακολουθεί παντού και του συμπαραστέκεται με στοργή. Στο πλευρό του βρίσκεται επίσης κι όταν αυτός δέχεται διεθνείς τιμές, βραβεία διάφορα, την πρεμιέρα της ταινίας «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Jules Dassin. Δίπλα του θα είναι και στο νοσοκομείο στο Φράιμπουργ, όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή κι όπου του υποσχέθηκε να συνεχίσει το δρόμο που χάραξε εκείνος. Και την υπόσχεση αυτή την κράτησε ταξιδεύοντας σ’ όλο τον κόσμο για να μεταφέρει τη φλόγα της ψυχής του, κάνοντας διαλέξεις, γράφοντας προλόγους σε έργα του, δίνοντας στη δημοσιότητα αδημοσίευτο υλικό.
Η Ελένη Καζαντζάκη πέθανε το 2004, σε ηλικία 101 ετών, και σύμφωνα με τη θέλησή της τάφηκε δίπλα στον τάφο του άντρα της.

Ας αναφερθούμε τώρα εν συντομία τα άλλα γυναικεία πρόσωπα στη ζωή του Καζαντζάκη.

Το 1921 ο Κ. βρίσκεται σ’ ένα συνέδριο στο Βερολίνο. Εκεί γνωρίζει μια όμορφη Πολωνοεβραία φοιτήτρια, τη Ραχήλ Λίπσταϊν. Μαζί με τρεις φίλες της αποτελούν μια συντροφιά που ο Κ. θα ονομάσει «πύρινο κύκλο». Γίνονται φίλοι κι όπως αναφέρει ο Πρεβελάκης, με μια από τις κοπέλες αυτές, την Ιτκα Χόροβιτς, ο Κ. είχε και ερωτική σχέση. Με την Ραχήλ διατήρησε μακρόχρονη αλληλογραφία την οποία, μετά το θάνατό του, συνέχισε η γυναίκα του Ελένη (δες: Ο Ασυμβίβαστος).
Το καλοκαίρι του 1923 γνωρίζει στη Γερμανία τη Γερμανοεβραία Έλσα Λάνγκε. Μια μεγάλη φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσά τους και ακολούθησε πολυετής και θερμή αλληλογραφία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο πρώτο ταξίδι που κάνει στο εξωτερικό μαζί με την Ελένη Σαμίου, το 1926 στην Παλαιστίνη, έχει μια θερμή συνάντηση με την «πολυαγαπημένη» του Έλσα Λάνγκε, τη μοιραία γυναίκα της ζωής του. Η Ελένη δείχνει στην περίπτωση αυτή μεγάλη κατανόηση, όπως διαβάζουμε στη μελέτη του Σταματίου (σ. 105). Θα γράψει, χρόνια αργότερα: «Συλλογούμαι τους ανθρώπους που αγάπησα, τι χαρές και τι πίκρες τους έδωκα. Πικρότατη, χλωμότατη προβαίνει μέσα μου, χύνοντας όπως συνηθίζει, χοντρά, ζεστά δάκρυα απάνω στα χέρια μου, η Ελίζαμπεθ… Πάντα, όταν τη θυμούμαι, με κυριεύει σφοδρή, ακατανίκητη επιθυμία να πεθάνω…».

Ο κύκλος των γυναικών, φίλων του Νίκου Καζαντζάκη, στο Βερολίνο, κατά τα έτη 1922-1923, Itka Horowitz, Lea Dunkelblum, Rosa Schmulewitz, Dina Matus και, κάτω δεξιά, Rahel Lipstein. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.
Ο κύκλος των γυναικών, φίλων του Νίκου Καζαντζάκη, στο Βερολίνο, κατά τα έτη 1922-1923, Itka Horowitz, Lea Dunkelblum, Rosa Schmulewitz, Dina Matus και, κάτω δεξιά, Rahel Lipstein. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.

Τις Εβραίες φίλες του ο Καζαντζάκης τις αποθανάτισε στο έργο του: θηλυκές, καλλιεργημένες, περήφανες. Όμορφες, λεπτές, αδάμαστες ψυχές. Ο έρωτας ως φυσική συνέπεια και ολοκλήρωμα μιας ανθρώπινης ζεστής σχέσης. Η Ίτκα και η Λεία στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Η Ραχήλ ως Ράλα στην «Οδύσσεια», ως Νοεμή στον «Καπετάν-Μιχάλη». Σύμφωνα με τη Λιλή Ζωγράφου, «Η Εβραία στάθηκε για τον Καζαντζάκη το σύμβολο της μητρότητας. Καμιά άλλη πριν απ΄αυτήν δεν του είχε ξυπνήσει τη λαχτάρα να την δει μητέρα του γιου του». (σ. 118)
Από ελληνίδες, γνωστή είναι η θυελλώδης, σύντομη σχέση του με τη μεταφράστρια, διηγηματογράφο και γνωστή χρονικογράφο της εποχής εκείνηςΈλλη Λαμπρίδη. Στο προσωπικό του ημερολόγιο αναφέρεται συχνά στην «αγαπημένη Μουντίτα», όπως την αποκαλούσε. Η σχέση τους κράτησε μόνον έναν χρόνο, από τον Φεβρουάριο του 1918 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1919, διατήρησαν όμως μια βαθιά φιλία και στενή συνεργασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λαμπρίδη υπερασπιζόταν πάντα με πάθος τον Καζαντζάκη, ακόμα κι όταν κάποιος αμφισβητούσε τον αντρισμό του, έφτασε μάλιστα να ομολογήσει σε συνέντευξη στον Γιάννη Μαγκλή (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 17 Φεβρουαρίου 1993: «Γι’ αυτές που κατηγορούν τον Καζαντζάκη για ανίκανο, αν θες γράψτο, πες το, ο Καζαντζάκης μού πήρε την παρθενιά μου στην Ελβετία…».

Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Edvige και τον αδελφό της Doro Levi στη Φλωρεντία, Οκτώβριος 1926. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.
Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Edvige και τον αδελφό της Doro Levi στη Φλωρεντία, Οκτώβριος 1926.
Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.

Ας δούμε όμως πιο διεξοδικά τις κυρίαρχες γυναικείες μορφές σε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, αρχίζοντας από τον Καπετάν Μιχάλη (Ελευθερία ή Θάνατος) (1950) το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, μυθιστόρημά του, εκείνο στο οποίο δίνει τα βιώματα της πρώτης νιότης του. Μέσα στις σελίδες του ανασταίνεται μια Κρήτη αδάμαστη, φλογερή και αιώνια ανυπόταχτη, ώς και στο Θεό. Η πλοκή εκτυλίσσεται στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, με κυρίαρχη μορφή τον καπετάν-Μιχάλη, που αγωνίζεται για τη λευτεριά της. Δίπλα στον πρωταγωνιστή – που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον πατέρα τού Καζαντζάκη – εμφανίζονται διάφορες γυναικείες φιγούρες: η κυρά Κατερίνα, η περήφανη καπετάνισσα, κυρά στο σπίτι του Καπετάν-Μιχάλη, που πίσω της κρύβεται η υπομονετική Μαριγώ Καζαντζάκη, η μάνα του συγγραφέα, ενώ στη Ρηνιώ αναγνωρίζουμε μια από τις αδελφές του.
Εντύπωση κάνει το γεγονός ότι ενώ ο Καπετάν Μιχάλης είναι αμείλιχτος στην τήρηση της ηθικής τάξης, υπάρχουν στο έργο δύο «κρούσματα» αιμομιξίας, που βέβαια δεν φτάνει στη σωματική πραγμάτωσή της, αλλά είναι αναμφίβολη ως πρόθεση και ως βαθύ, μύχιο γεγονός.
Το πρώτο αναφέρεται στην δίδυμη αδελφή του καπετάν Πολυξίγκη, την κυρά Χρυσάνθη, που «όλη τη ζωή της την είχε χαλαλίσει για τον κοτσονάτο αδελφό της, τον έπλενε, τον έραβε, τον συγύριζε, του μαγείρευε και τον καμάρωνε. (…) Κάθε φορά που γύριζε από τις μπερμπαντιές του, ξημερώματα, τινάζεται η κυρά Χρυσάνθη χαρούμενη από τον ύπνο της, του βγάζει τα στιβάνια (παπούτσια), του ζεσταίνει νερό να πλυθεί, του κάνει ένα καφεδάκι, πικρό πολύ, να συνεφέρει. Κι ως τον ζυγώνει, οσμίζεται κρυφά, λαχταριστά, στα μουστάκια του και στα μαλλιά, τις βαριές μυρωδιές που του’ χαν αφήσει οι γυναίκες. Έτσι μπόρεσε κι η κακομοίρα η κυρά-Χρυσάνθη να χαρεί στον κόσμον ετούτον τον έρωτα».
Μια φορά που ο καπετάν Πολυξίγκης τής μιλάει απότομα, αυτή σωριάζεται λιπόθυμη. Με ξίδι προσπαθεί αυτός να τη συνεφέρει και μόλις αυτή ανοίγει τα μάτια της και τον βλέπει σκυμμένο απάνω της τον αγκαλιάζει:
«- Γιωργάκη μου, Γιωργάκη μου, μουρμούριζε και τρίβουνταν απάνω του και γελούσε κι έκλαιγε και δεν ήθελε να τον αφήσει. Με αγαπάς, Γιωργάκη μου, πες μου ένα καλό λόγο… Κούνησε αυτός τα χείλη βαριεστημένος: – Θες να σου κάμω ένα καφεδάκι, της είπε, να συνεφέρεις? Η κυρά Χρυσάνθη έδωκε μια, ξεκούμπωσε το πολκάκι της, πλάνταζε.
– Δε μου αποκρίνεσαι σ’ αυτό που σε ρωτώ, φώναξε, ωχού, και χάθηκα η κακομοίρα! Κι έκανε πάλι να λιγοθυμίσει, μα ο αδελφός της πρόλαβε: – Σε αγαπώ, Χρυσάνθη μου, είπε, σήκω απάνω. Έφεξε με μιας το πρόσωπο της αδελφής, κούμπωσε το πολκάκι, πετάχτηκε απάνω. Πήγε κι ήρθε σβέλτα, σαν είκοσι χρονών, χτενίστηκε, συγυρίστηκε, έβαλε μυρωδιά, κρυφοκοίταζε τον αδελφό και δεν τον αποχόρταινε:
«Ε, και να μην ήμουν αδερφή του, συλλογίζουνταν βαθιά μέσα της, τι παιδιά θα ‘κανα μαζί του! Γίνηκε κατακόκκινη, ντράπηκε. «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!», μουρμούρισε. Μπήκε μέσα, έβαλε δυο τρία καρβουνάκια στο προύτζινο θυμιατό κι άρχισε να κάνει το σταυρό της και να θυμιατίζει το σπίτι».
Η ίδια συναισθηματική / σεξουαλική ένταση παιδεύει και την ανιψιά του καπετάν Πολυξίγκη Βαγγελιώ απέναντι στον αδελφό της Διαμαντή, προπάντων αφότου ο θείος της την πάντρεψε με το δάσκαλο Τίτυρο, αδελφό του καπετάν Μιχάλη. Μένουν μαζί κι οι τρεις, γιατί η Βαγγελιώ δεν αποχωρίζεται τον αδελφό της. Μια μέρα που αυτός χτυπούσε τον ταλαίπωρο σύζυγο, για να τον αναγκάσει να φύγει από το σπίτι, η Βαγγελιώ είχε λύσει τα μακριά μαλλιά της, είχε πάρει το φιλντισένιο της νυφιάτικο χτένι και χτενίζονταν. Έβλεπε, άκουγε και γελούσε.«Καμάρωνε τον αδελφό της, το φαρδύ γυμνωμένο στήθος όλο τρίχες, το δυνατό σηκωμένο μπράτσο, το μπόι του το κυπαρισσένιο. Και κοίταζε με σιχαμό τον άντρα της το βερέμη». Η ίδια ονειρευόταν έναν άντρα απαράλλακτο με τον αδελφό της «…αλλιώς ας έμενε ανύπαντρη, χίλιες φορές καλύτερα, να ζήσει, να σογεράσει με τον αδελφό της, να μην παντρευτεί κι αυτός. Μια γυναίκα θα τους χαλνούσε όλη τη γλύκα. Να πεθάνουν και να τους θάψουν μαζί και στο μνήμα τους να φυτέψουν δύο κυπαρίσσια: ένα αρσενικό λαμπάδα, κι ένα θηλυκό, ανοιχτόκλαρο και να σμίγουν κάτω από τη γη οι ρίζες τους» (σ. 137) Κι όταν ο Τίτυρος θα φαρμακώσει ύπουλα τον Διαμαντή, η Βαγγελιώ δεν θ’ αντέξει, θα κρεμαστεί στην αυλή της. Οι σελίδες που αναφέρονται σ’ αυτό το περιστατικό είναι, πιστεύω, από τις τελειότερες του βιβλίου.
Η γυναίκα όμως που οπωσδήποτε δεσπόζει στο επικό όσο και πρωτόγονο κλίμα του «Καπετάν Μιχάλη» είναι η Εμινέ-χανούμ, «…Κερκέζα, πεντάμορφη, άγρια, από εκείνες που τρώνε ανθρώπους» (σ. 21), το πιο άγριο θηλυκό πλάσμα που δημιούργησε η φαντασία του Καζαντζάκη. Μια γυναίκα-χίμαιρα που δεν υποτάσσεται παρά μόνο όταν αυτή θέλει, και μόνον στον πιο δυνατόν άντρα. Μεγαλωμένη ανάμεσα σε δυνατούς άντρες, η μόνη αρετή που θαυμάζει είναι η σωματική ρώμη. Η πρώτη της συνάντηση με τον καπετάν-Μιχάλη θα γίνει στο σπίτι του «αδελφοποιητού» του Νουρήμπεη – σε κανέναν άλλον δεν θα παρουσίαζε ο Νουρήμπεης την αγαπημένη του για να τραγουδήσει – :
«Στο περβάζι της πόρτας, στα μεσοσκότεινα, μια κοπέλα φεγγοβόλησε, φεγγαροπρόσωπη… κρυφοπαχιά, αφράτη, με μεγάλα λοξά μάτια, με βαμμένα μάγουλα, χείλια, φρύδια, τσίνουρα. Τα νύχια της κι οι απαλάμες βαμμένα με κινά, και κρατούσε, σα μωρό στην αγκαλιά της, ένα μικρό γυαλιστερό μπουζούκι» (σ. 29).
Όταν ο καπετάν-Μιχάλης ενθουσιάζεται από το τραγούδι της, σπάζει με τα δυο δάχτυλα το ποτήρι της ρακής που έπινε. Εντυπωσιασμένη από τη δύναμη του Κρητικού η Εμινέ ζητάει προκλητικά από τον Νουρήμπεη, να κάνει το ίδιο κι όταν αυτός αποτυχαίνει, τον περιπαίζει φανερά για την αναξιότητά του. Τον παλικαρά Καπετάν – Μιχάλη τον θέλει με όλη της την καρδιά και καταστρώνει σχέδια για να τον αποκτήσει. Δε διστάζει να βαφτιστεί Χριστιανή (παίρνει το όνομα μιας άλλης μοιραίας γυναίκας: της Ομηρικής Ελένης) και να παντρευτεί τον καπετάν-Πολυξίγκη, ελπίζοντας έτσι να πλησιάσει τον απρόσιτο άντρα που ποθεί και μισεί θανάσιμα επειδή δεν την πλησιάζει, τον Καπετάν-Μιχάλη.
Έχει συνείδηση της ομορφιάς της και προκαλεί όποιον της αρέσει, χωρίς ενδοιασμούς . «…Μα εγώ είμαι Μουσουλμάνα, έχω άλλο Θεό κι άλλο Νόμο. Εσύ τρως χοιρινό και δε μαγαρίζεις, μα αν δαγκάσεις κανέναν άντρα, μαγαρίζεις. Σε μας ανάποδα: με χοιρινό μαγαρίζουμε, με τον άντρα δε μαγαρίζουμε…». Όταν πληροφορείται τον τραυματισμό του Νουρήμπεη, στα γεννητικά όργανα, που του προκάλεσε κατά το θανάσιμο πάλαιμά τους ο Μανούσακας, ο αδελφός του Καπετάν Μιχάλη, σχολιάζει με σαρκασμό:«Κακόμοιρε Νουρήμπεη, ασικλή, γυναικά, λιοντάρι της Τουρκιάς, πού κατάντησες… μήτε θα γκαστρώνει, μήτε θα γκαστρώνεται, μουλάρι!»
Ο Καπετάν-Μιχάλης προσπαθεί να πνίξει τον καημό του για την Εμινέ και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Η σκέψη της όμορφης Κερκέζας όμως θολώνει το μυαλό του και μπαίνει ανάμεσα σ’ αυτόν και στην Κρήτη: «Όσο ζει αυτή, εγώ θα ’μαι άτιμος», αποφασίζει, και καρφώνει το μαχαίρι στον κόρφο της, υπογράφοντας έτσι και τη δική του καταδίκη.

Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Lea Dunkelblum-Levin στην Αίγινα. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.
Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Lea Dunkelblum-Levin στην Αίγινα. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.

Στον «Τελευταίο πειρασμό» ο Καζαντζάκης δίνει τη ζωή του Χριστού μ’ ένα δικό του, ιδιόρρυθμο τρόπο. Τον παρουσιάζει στην αρχή Σταυρωτή, μετά για ένα διάστημα Ασκητή και τέλος τον δείχνει να επιστρέφει για να σώσει τους Ανθρώπους και να τους οδηγήσει στη λύτρωση. (Η ομώνυμη ταινία του Martin Scorsese το 1988, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών σ’ όλο τον κόσμο και τίναξε τις πωλήσεις της μετάφρασης του βιβλίου στα ύψη).
Πρωταρχικό ρόλο στο έργο κατέχουν η μάνα του Χριστού, η Μαγδαληνή, οι αδελφές του Λαζάρου και η γρια Σαλώμη, φίλη της Μαρίας. Η μορφή της Παναγίας μέσα στο έργο στερείται τη Θεϊκή δύναμη. Είναι απλά και μόνο η ΜΑΝΑ, σαν κάθε μάνα, που λαχταράει για το παιδί της: «… δεν το νιώθεις γέροντα, μουρμούρισε η Μαρία. Είμαι σαν όλες τις γυναίκες, αγαπώ όλες τις έγνοιες και τις χαρές της γυναίκας, μου αρέσει να πλένω, να μαγειρεύω, να πηγαίνω στη βρύση, να γλυκοκουβεντιάζω με τις γειτόνισσες και να κάθουμαι, το δειλινό στο κατώφλι, να κοιτάζω τους διαβάτες. Κι η καρδιά μου, σαν όλων των γυναικών, είναι κι εμένα γεμάτη πόνο». (σ. 69)
Αφαιρεί δηλαδή ο Καζαντζάκης ακόμα κι από τη μορφή της Παναγίας, την ικανότητα να σκεφτεί κάτι που να υπερβαίνει τα γήινα ενδιαφέροντά της. Δεν μπορεί να καταλάβει τον προορισμό του Θεανθρώπου γιου της, ούτε θέλει να πιστέψει ότι ο γιος της διαφέρει από τα άλλα παιδιά: «Δε θέλω εγώ τον γιο μου άγιο, μουρμούρισε. Άνθρωπο τον θέλω, σαν και τους άλλους, να παντρευτεί, να μου κάνει αγγόνια, αυτός είναι ο δρόμος του Θεού» (σ. 176).
Και το οιδιπόδοιο σύμπλεγμα ανάμεσα σ’ αυτήν και τον γιο της φαίνεται ολοκάθαρα:
«… παρά τρίχα, όταν ο γιος της ήταν είκοσι χρόνων, το θεριό ετούτο – η Μαγδαληνή – να της τον αρπάξει, μα γλίτωσε… Γλίτωσε από τη γυναίκα, συλλογίζουνταν η Μαρία κι αναστέναξε, γλίτωσε από τη γυναίκα, μα από το Θεό?» (σ. 178).
Η Μαγδαληνή είναι η αγαπημένη γυναικεία φιγούρα στα έργα του (Αναφορά στον Γκρέκο, Ο τελευταίος πειρασμός, ο Χριστός ξανασταυρώνεται). Είναι η ενσάρκωση του ερωτικού πειρασμού, αυτή που βάζει σε δοκιμασία το Χριστό. Η Μαγδαληνή, κόρη ραβίνου, ξαδέλφη του Ιησού, έπεσε στην αμαρτία από ερωτική απογοήτευση: «… για να ξεχάσω έναν άντρα, να λυτρωθώ, παραδόθηκα σε όλους τους άντρες». (σ. 87) Με παραστατικό τρόπο ο Καζαντζάκης παρουσιάζει την «πόρνη» και τη θέση της στην κοινωνία. Ο κόσμος τη βλέπει σαν αρρώστια, σαν εστία μόλυνσης και δεν τη συγχωρεί ποτέ. Γι’ αυτό εκείνη, βαθιά μετανιωμένη, πιστεύει στο Θεό και επιστρέφει στο δρόμο της αρετής. Πιστεύει και γίνεται σύμβολο της μετάνοιας.
Η Μαγδαληνή εξαγνίζεται με την αγάπη της, αλλά δεν παύει να είναι γήινη. Αγαπάει όπως θα αγαπούσε κάθε απλή γυναίκα. Δεν έχει μεταφυσικές αγωνίες. Είναι φτιαγμένη, όπως κάθε γυναίκα στο έργο του Καζαντζάκη, για την πρόσκαιρη ζωή: «… Δεν είμαστε εμείς άντρες, να ΄χουμε ανάγκη από άλλες αιώνιες ζωές, είμαστε γυναίκες και μια στιγμή με τον άντρα που αγαπούμε είναι αιώνια παράδεισο. Μια στιγμή μακριά από τον άντρα που αγαπούμε αιώνια Κόλαση. Ζούμε εμείς οι γυναίκες, εδώ στη γης ετούτη την αιωνιότητα!» (σ. 367)
Ένα κρυφό ερωτικό μαράζι τη βασανίζει, ο πόθος για τον άντρα που δεν της δόθηκε. Κι ο Χριστός όμως είναι ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, που βασανίζεται από ερωτικό ενδιαφέρον για τη Μαγδαληνή, μέχρι να φτάσει στην κορυφή της εξαΰλωσης, στο Θεό. Τις ώρες του μαρτυρίου του πάνω στο Σταυρό, λίγο πριν το τέλος, σ’ ένα φευγαλέο όραμα-πειρασμό, τον τελευταίο πειρασμό, ονειρεύεται πως κρατάει τη Μαγδαληνή αγκαλιά και τη γεμίζει φιλιά κάτω από μια ανθισμένη λεμονιά…
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άργος, το 1927. Φωτογραφία «Επτά Ημέρες Καθημερινή», Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1997. Αρχείο: Ελένη  Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άργος, το 1927. Φωτογραφία «Επτά Ημέρες Καθημερινή», Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1997. Αρχείο: Ελένη Καζαντζάκη.
Η Κατερίνα,  η όμορφη χήρα στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», παύει κι αυτή να αποτελεί κίνδυνο μόνον αφού τη σκοτώσει ο Αγάς, ο εραστής της. Στο μυθιστόρημα αυτό, γεμάτο από ποικίλους τύπους γυναικών, η ζωή τής Κατερίνας ανταποκρίνεται απόλυτα στον τρόπο ζωής της Μαγδαληνής. Στο μικρό χωριό που ζει, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αναβιώνουν κάθε πέντε χρόνια τα Πάθη και η Σταύρωση του Χριστού. Τα πρόσωπα που υποδύονται τους αντίστοιχους ρόλους, διαλέγονται σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους και την κοινωνική τους ζωή. Οι χήρες είναι οι αγαπημένες γυναικείες μορφές στον Καζαντζάκη. Είναι ο τύπος της γυναίκας που υπόσχεται, που διαθέτει πείρα, αλλά τής λείπει το αρσενικό. Η ελληνική παράδοση θέλει την αντρική φαντασία να οργιάζει στο άκουσμα του τίτλου της χήρας, που θρηνεί πάντα τον χαμένο της σύζυγο κι εκλιπαρεί για παρηγοριά. Πάντα βρίσκεται κάποιος που την παρηγορεί…
Η Κατερίνα στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος χήρας στο έργο του Καζαντζάκη. Συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κολασμένης ζωής και τη λαχτάρα για εξαγνισμό: δύο αντίθετες δυνάμεις που παλεύουν μέσα στην ψυχή της. Η σύναξη των γερόντων αποφασίζει πως αυτή θα υποδυθεί τον ρόλο της Μαγδαληνής. «Τη Μαγδαληνή την έχουμε… τη χήρα την Κατερίνα. Όλα τα ‘χει η κολασμένη: και πόρνη είναι κι όμορφη και μακριά μαλλιά έχει τετράξανθα, της φτάνουν ως τα γόνατα» (σ. 18).
Η ίδια αποδέχεται το ρόλο της. Συναισθάνεται ποια είναι η θέση της στην κοινωνία και δέχεται, αποσκοπώντας σαν την πραγματική Μαγδαληνή, να φτάσει στον εξαγνισμό και στη λύτρωση: «… με κάλεσε προχτές και μου ‘πε πως είναι θέλημα της Δημογεροντίας εγώ μεθαύριο να κάμω την Μαγδαληνή. Ντράπηκα. Έχω ακουστά τι θα πει Μαγδαληνή, κι εγώ είμαι – έτσι κατάντησα – η Μαγδαληνή του χωριού… Κι όμως, όταν μου το ‘πε, ντράπηκα. Μα τώρα Γιαννακό, δεν ντρέπουμε. Αν έβρισκα το Χριστό κι αν είχα ένα μπουκάλι λεβάντα, θα το ‘σπαζα και θα του ‘πλενα τα πόδια, κι ύστερα θα του τα σφούγγιζα με τα μαλλιά μου… Έτσι μου φαίνεται. Και θα στεκόμουν πλάι στην Παναγιά την Παρθένα και δεν θα ντρεπόμουν.
Μήτε κι αυτή θα ντρέπουνταν που θα μ’ έβλεπε κοντά της…» (σ. 99-100)
Το χωριό όμως τη βλέπει σαν αρρώστια, σαν εστία μόλυνσης, κι όταν τη συναντούν το πρωί αναθεματίζουν το κακό συναπάντημα. Kι αυτοί όμως παραδέχονται πως η Κατερίνα είναι σωστός πειρασμός και δε βρίσκουν τη δύναμη να τής αντισταθούν: «Θεριό είναι τούτη», συλλογίζονται, «θεριό και τρώει ανθρώπους….». (σ. 38).
Η μόνη σωτηρία γι’ αυτήν είναι ένας αγαπημένος άντρας που με τη δύναμη της αγάπης θα μπορέσει να την οδηγήσει στο σωστό δρόμο. Αυτόν τον άντρα τον βρίσκει στο πρόσωπο του βοσκού Μανωλιού. Ο Μανωλιός, σαν άλλος Χριστός, θα αγωνιστεί για να γλιτώσει από τον πειρασμό της όμορφης χήρας, αλλά να σώσει και την ίδια. Κι όταν, για να σώσει τον Παναγιώταρο, θα πει ότι τάχα αυτός σκότωσε το αγαπημένο Γιουσουφάκι του Αγά, η χήρα θα τον υπερασπιστεί δημόσια, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή των άλλων γυναικών, που θα της επιτεθούν. Η δυνατή αγάπη της για τον Μανωλιό δεν την αφήνει να ησυχάσει. Πηγαίνει στον Αγά και δηλώνει ότι εκείνη σκότωσε, από ζήλια, το Γιουσουφάκι. Προσφέρει ένα μαχαίρι στον Αγά και του ζητά να τη σκοτώσει. Εκείνος δεν θα διστάξει να το καρφώσει «ως τη λαβή, στην καρδιά της» (σ. 236).
Η όμορφη χήρα Κατερίνα, με την πράξη της αυτή όχι μόνον εξιλεώνεται για όλα της τα κρίματα, αλλά σίγουρα γίνεται παράδειγμα αυτοθυσίας για όλους τους ανθρώπους.
Η γυναίκα στο έργο του Καζαντζάκη κατέχει το μυστικό της αγάπης. Ο άντρας παλεύει σ’ όλη του τη ζωή να καλυτερέψει τον κόσμο κινούμενος όμως από φιλοδοξία ή υψηλή αντίληψη του καθήκοντος. Η γυναίκα κατέχει το μεγάλο μυστικό της αγάπης, η αγάπη της όμως δεν κατευθύνεται σε στόχους κοινωνικούς, δεν αποβλέπει στην καλυτέρευση του κόσμου. Οι ηρωίδες του αδιαφορούν για κοινωνικούς αγώνες. Εξαίρεση αποτελεί η μαύρη επαναστάτρια Ράλα, στο Κ’ της «Οδύσσειας» και η γυναίκα του λοχαγού, η αντάρτισσα, στο έργο «Αδερφοφάδες», έργο με φόντο τον Εμφύλιο. Μια γυναίκα που μισεί τον άντρα της εξαιτίας της διαφορετικής τους πολιτικής τοποθέτησης και αγωνίζεται για λευτεριά και ανεξαρτησία.
Στο πιο γνωστό έργο του, «Αλέξης Ζορμπάς», δύο γυναίκες παίζουν πρωτεύοντα ρόλο: η Μαντάμ-Ορτάνς και η χήρα Σουρμελίνα. Πολλές από τιςφαλλοκρατικές ιδέες που ο συγγραφέας εκφράζει με το στόμα του Ζορμπά, μαζί με την μοίρα των γυναικών όπως αυτή περιγράφεται, κυρίως στην «Οδύσσεια», έγιναν αιτία να χαρακτηριστεί ο Καζαντζάκης ως μισογύνης.
Η γαλλίδα Ορτάνς συγκεντρώνει όλα εκείνα τα ελαττώματα που αποδίδονται στη γυναίκα: αφέλεια, ευκολοπιστία, στενοκεφαλιά. Στο πρόσωπό της σκιαγραφείται η εικόνα της παρακμής και της φθοράς. Η γριά γυναίκα, ζώντας μια πλούσια ερωτική ζωή στα νιάτα της – ήταν ευνοούμενη του συμμαχικού στόλου, με το λαχταριστό κορμί της να μυρίζει στρώματα-στρώματα αγγλική κολώνια, γαλλική βιολέτα, ρούσικο μόσχο και ιταλικό πατσουλί – κατέληξε κάπου στην Κρήτη ν’ αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία. Η αλλοτινή αρχόντισσα φιλάει τα πόδια του Ζορμπά, όταν εκείνος σκηνοθετεί έναν ψεύτικο αρραβώνα μεταξύ τους και της δίνει «το πρώτο τίμιο φιλί της ζωής της». Ο Καζαντζάκη σαρκάζει εδώ την κρυφή και έντονη λαχτάρα της γυναίκας για γάμο και η Ορτάνς, που όταν ήταν νέα, έβλεπε το γάμο σαν το όνειρο των μικροαστών γυναικών, ενώ θεωρούσε τον εαυτό της ελεύθερο από τέτοιους συμβιβασμούς, τώρα εκλιπαρεί τον Ζορμπά να την παντρευτεί.
Πρώην πόρνη κι αυτή – έστω πολυτελείας – διψάει για εξαγνισμό. Είναι περιφρονημένη από τους ανθρώπους, σπατάλησε μια ολόκληρη ζωή κυνηγώντας πάθη και χίμαιρες. Για την αγάπη του Ζορμπά ζει μέσα στην ψευδαίσθηση μιας τίμιας ζωής. Μετανοημένη, ελπίζει πως ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί το μεγάλο της όνειρο – ο γάμος, αλλά, τραγική ειρωνεία, ταυτόχρονα πλησιάζει μοιραία και ο θάνατος. Η Ορτάνς πεθαίνει στην ξένη χώρα χωρίς να προλάβει να επανορθώσει τα όσα θα ήθελε.
Αντίποδας στην παρακμή της μαντάμ-Ορτάνς είναι η άλλη ηρωίδα του μυθιστορήματος, η χήρα Σουρμελίνα, η αποθέωση της θηλυκότητας. Είναι όμορφη και δεν είναι πόρνη, γι’ αυτό όλοι τη μισούν. Είναι ένα κράμα ανθρώπου και οράματος, έτσι όπως πρωτοεμφανίζεται στο μυθιστόρημα. Βρέχει κι οι άντρες του χωριού βρίσκονται στο μοναδικό καφενείο προσπαθώντας να διώξουν την ανία τους με τσίπουρο και χαρτί. Ξαφνικά, ανάμεσα από τις στάλες τις βροχής και τα θολά τζάμια του καφενείου προβάλλει σαν όραμα η χήρα: «… τη στιγμή εκείνη περνούσε τρεχάτη, με ανασηκωμένο το μαύρο της φουστάνι ως τα γόνατα, με μαλλιά χυμένα στους ώμους, μια γυναίκα. Στρουμπουλή, κουνιστή, τα ρούχα της κολνούσαν απάνω της και φανέρωναν προκλητικό, τραγανό, σαν ψάρι σπαρταριστό, το κορμί της…» (σ. 124).
Οι άντρες μένουν εκστατικοί και τρομαγμένοι στο πέρασμά της. Τους αναστατώνει, είναι μια ξένη κι απόμακρη οπτασία, που προκαλεί λυσσαλέο πόθο. «Ας είναι καλά η χήρα!», τολμάει να ομολογήσει ο καντηλανάφτης, «την έχει μαθές όλο το χωριό για πλάνος: σβήνεις το λυχνάρι και θαρρείς δεν αγκαλιάζεις τη γυναίκα σου, παρά τη χήρα. Κι έτσι βγάζει, που λες, όμορφα παιδιά το χωριό μας». (σ. 125).
Η παρουσία της όμορφης χήρας στο χωριό γίνεται επικίνδυνη. Ο Παυλής πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται επειδή δεν μπορεί να αντέξει την περιφρόνηση που αυτή τού δείχνει. Και το χωριό θα εκδικηθεί λιθοβολώντας τη χήρα μέχρι θανάτου, ανήμερα του Πάσχα, γιορτή της αγάπης… Πριν το τραγικό τέλος της όμως η Σουρμελίνα θα ενδώσει στη γοητεία που ασκεί επάνω της ο ξένος. Θα τον επιτρέψει να την κατακτήσει κι έτσι θα επιβεβαιωθεί η πίστη του Καζαντζάκη πως η ελευθερία στη γυναίκα είναι ουτοπία και η μοναξιά ιδανικό που δεν της ταιριάζει. Ο έρωτας, ο γάμος και η μητρότητα δεσμεύουν τη γυναίκα και δεν την επιτρέπουν να υπάρξει ως ελεύθερο άτομο, κορμί και ψυχή. 
Μετά την αναδρομή αυτή στις γυναίκες και στο ρόλο τους στη ζωή και στο έργο του Καζαντζάκη θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο αρχικό  ερώτημα, αν ο μεγάλος συγγραφέας ήταν μισογύνης ή το αντίθετο: υμνητής της Γυναίκας.
Στην προσωπική του ζωή τα πράγματα, από όσα ανέφερα παραπάνω, είναι ξεκάθαρα πιστεύω: ερωτεύτηκε γυναίκες με έντονη προσωπικότητα, ανυπόταχτες, που δεν ήταν διατεθειμένες να απαρνηθούν τον εαυτό τους, να εναρμονιστούν ολοκληρωτικά στο δικό του τρόπο ζωής. Γι’ αυτό η τελευταία, η Ελένη, αποδείχτηκε η ιδανική του συντρόφισσα: Όπως παρατηρεί η Έλλη Αλεξίου: «Η Ελένη φρόντιζε για το κάθε τι του συντρόφου της με μοναδική αφοσίωση, με σωστή αυταπάρνηση, με αυτοθυσία… Ήταν ένας αφάνταστα πολύτιμος άνθρωπος, δοσμένος ολοκληρωτικά στη δημιουργική ευτυχία και τη συγγραφική ακτινοβολία του άντρα της». (σ. 194) Κοντά στην Ελένη ο Καζαντζάκης ξεκουράστηκε. Η Ελένη ήταν πλασμένη στα μέτρα του. Στα μέτρα αυτοθυσίας, που απαιτούσε η συμβίωση μαζί του.

Πώς θα μπορούσαμε όμως να τον χαρακτηρίσουμε μέσα από τα σπουδαιότερα έργα του?
Αυτό που είναι γενικά αποδεκτό είναι ότι  υπήρξε η πιο αντιφατική προσωπικότητα των Νεοελληνικών Γραμμάτων. Πώς θα ήταν λοιπόν δυνατόν να μην αντιφάσκει και στο θέμα «Γυναίκα», ένα θέμα που γύρω του, μαζί με το θέμα «θάνατος», περιστρέφεται το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής του?
Η Γυναίκα στα έργα του δεν έχει, όπως είδαμε, ποτέ πρωταγωνιστικό ρόλο, πάντα δευτερεύοντα. Είναι συνήθως ένα αδύναμο πλάσμα, υποταγμένη στη μοίρα της, που έχει ανάγκη προστασίας. Ζητά να βρει τον άντρα που θα την ολοκληρώσει, που θα την κάνει μάνα. Γιατί εκεί βρίσκει η γυναίκα τη λύτρωσή της, την απόλυτη ολοκλήρωσή της: στη μητρότητα. Τόσο όμως οι άντρες όσο κι οι γυναίκες στο έργο του μάχονται μ’ έναν εχθρό, τη σάρκα τους, κι αγωνίζονται για την εξουθένωσή της. Η γυναίκα είναι το πονηρό, η πρόκληση στην αμαρτία, η ζεστή, η αμαρτωλά επιθυμητή, που ο άντρας θα τη ρίχνει κάτω άγρια, θα τη χαίρεται βίαια, χωρίς ούτε μια φορά να αντισταθεί στον πειρασμό να τη σκοτώσει αφού τη χορτάσει, κάθε φορά με την ελπίδα πως λυτρώθηκε, κάθε φορά με την πεποίθηση πως τη νίκησε. Μέσα στις σελίδες του έργου του εκτυλίσσονται βίαιες ερωτικές σκηνές, πλούσιες σε πρωτογονισμό και κτηνωδία. Σκηνές χωρίς συναισθήματα, μόνον ο σαρκικός έρωτας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Στο έργο του δεν έχει σημασία αν η γυναίκα είναι Ευρωπαία ή Ανατολίτισσα. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως φαίνεται να δείχνει προτίμηση στις Γιαπωνέζες και τις Κινέζες (Αναφορά στον Γκρέκο), στις γυναίκες της μαύρης ράτσας και πάνω απ’ όλες στις Εβραίες. Τις λευκές τις ονομάζει συχνά «υπεροπτικές και ξεδιάντροπες». (Βραχόκηπος σ. 199). Πάντα όμως η γυναίκα στέκεται εμπόδιο στον αγώνα του άντρα για λύτρωση, στην ανάβασή του από τον άνθρωπο στον Θεό, στην αποδέσμευσή του από την ύλη.

Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ελένη Καζαντζάκη με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ, στο Γκρούνμπαχ, 11 Αυγούστου 1955. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.
Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ελένη Καζαντζάκη με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ, στο Γκρούνμπαχ, 11 Αυγούστου 1955. Δημοσιεύεται στο Περιοδικό «Δέντρο», τεύχος 155-156, Μάιος 2007.

Ο Καζαντζάκης, πιστεύει στις δύο αμφίδρομες δυνάμεις που διέπουν την ανθρώπινη ζωή: η μία έχει τάση προς τα πάνω και ανεβάζει τον άνθρωπο, ενώ η άλλη τον σπρώχνει προς τα κάτω. Η δύναμη που σπρώχνει προς τα κάτω είναι η γυναίκα και ειδικότερα οι ηδονές που προκαλεί το γυναικείο κορμί. Αιώνια η θηλυκότητα σπρώχνει τον άντρα προς τη γήινη προέλευσή του, γίνεται πειρασμός για τον άντρα που θέλει να είναι λεύτερος, κι αυτός φτάνει στο σημείο να τη σκοτώσει, παρόλο που μετά πληρώνει με το σπαραγμό της αντρικής ψυχής του (Καπετάν Μιχάλης). Kαι για την ίδια τη γυναίκα όμως το κορμί της είναι ευλογία μαζί και κατάρα. Ευλογία όταν γίνεται φορέας της μητρότητας, κατάρα, όταν καταδυναστεύει με τις προσταγές του τη ζωή της γυναίκας και της κόβει το δρόμο για τον εξαγνισμό και τη λύτρωση. Αυτή η λαχτάρα εξαγνισμού φωλιάζει στα κατάβαθα της ψυχής κάθε γυναίκας, ακόμα και της πόρνης. Η ψυχή της γυναίκας όμως είναι η ίδια της η σάρκα, όπως λέει στον «Τελευταίο Πειρασμό» (σ. 97) κι αυτό δημιουργεί ένα «βαθύ γκρεμό» ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα: «γιατί η ψυχή του αντρούς αϊτοφωλιάει ψηλά στην κεφαλή του και της γυναίκας η ψυχή κλωσάει βαθειά στα δυο βυζιά της!» (Οδυσ. Ε’ 720-721). Ο άντρας μετουσιώνει τη σάρκα σε πνεύμα, ενώ η γυναίκα σαρκώνει το πνεύμα.
Φράσεις που βάζει ο Καζαντζάκης στο στόμα των ηρώων του όπως «Είμαι άντρας…τυραννώ τα θηλυκά, αυτό θέλω» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 298),«Εγώ νομίζω πως άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να ‘ναι λεύτερος. Η γυναίκα δε θέλει να ΄ναι λεύτερη, είναι λοιπόν η γυναίκα άνθρωπος?»(Ζορμπάς, σ. 187) έγιναν αιτία να χαρακτηριστεί ο Καζαντζάκης ως μισογύνης.
Υπάρχουν φυσικά και αγωνιζόμενες γυναίκες στο έργο του, αλλά αυτές συνήθως επιτυγχάνουν τη λύτρωσή τους με την υποταγή τους στον άντρα που αγαπούν. Ο Καζαντζάκης όμως πίστευε πως η πραγματική ελευθερία επιβάλλει την απάρνηση των κοινωνικών όρων ζωής, τη μοναξιά, την ερημική ζωή. Κατά την άποψή του λοιπόν δεν μπορούσε η γυναίκα να είναι ελεύθερος άνθρωπος επειδή εμποδίζεται σ΄αυτό από την ίδια της τη φύση.
Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέσα στο ίδιο αυτό έργο συναντούμε και διαφορετικές φωνές: «Σκλάβα δεν είσαι εσύ, γυναίκα, να γονατάς μπροστά μου» λέει στην Οδύσεια (Ζ’, στ. 624) και παρακάτω: «Κι ό,τι καλό στον κόσμο χάρηκε και προκοπή είδε ο νους του, μονάχα στη γυναίκα το χρωστάει, την κορμιοκαταλύτρα» (Ψ΄ στ. 432-433) «Άλλο δεν είναι στον κόσμο τον απάνω, άλλο δεν είναι από τη γυναίκα» διαβάζουμε στον «Καπετάν Μιχάλη». Δε διστάζει ορισμένες φορές να παραδεχτεί και την υπεροχή της γυναίκας απέναντι στον άντρα ή καλύτερα τη δύναμη της αδυναμίας της. Η γοητεία της, το κλάμα της και πάνω απ΄ όλα η μητρότητα είναι τα σημεία υπεροχής της. Η Γυναίκα γεννάει ένα νέο «Σωτήρα του Θεού», συντελεί λοιπόν στη σωτηρία του Θεού που κινδυνεύει, αφού οι άνθρωποι πρέπει πολεμώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνεύμα, να σώσουν το Θεό της «Ασκητικής», -Salvatores Dei – .
Έτσι η γυναίκα γίνεται «ακριβή συνεργάτισσα» του Θεού, αφού κρατά στον κόρφο της και βυζαίνει αυτόν που θα σώσει το Θεό! Στην «Αναφορά στον Γρέκο», «η φωνή της γυναίκας τινάζεται αθάνατη» (σ. 443) και ο καλόγερος εξομολογείται «…(η γυναίκα) μας πηγαίνει από τον πιο σίγουρο, τον πιο σύντομο δρόμο στην Παράδεισο… Η γυναίκα, η γυναίκα κι όχι η προσευχή… κι όχι η νηστεία μου ‘δωκε τη σιγουράδα αυτή, μου ‘φερε το Θεό στην κάμαρά μου, ας είναι καλά (σ. 272-278). Ακόμα κι ο ίδιος ο Θεός φαίνεται να συμπαθεί ιδιαίτερα τις γυναίκες: «…όταν θα φτάσει η γυναίκα στην πόρτα της Παράδεισος, θα σταθεί και θα ρωτήσει: Θα μπουν μέσα και οι σύντροφοί μου, Κύριε? Ποιοι σύντροφοι? θα τη ρωτήσει ο Θεός. Να, η σκάφη, η κούνια, το λυχνάρι, η στάμνα, ο αργαλειός. Αν δεν μπουν, δεν μπαίνω. Κι ο Θεός καλόκαρδος, θα γελάσει: Γυναίκες είστε, θα πει. Μπορώ να σας χαλάσω χατήρι? Εμπάτε όλοι μέσα. Γέμισε σκάφες και κούνιες κι αργαλειούς η Παράδεισο. Δεν έχω πια πού να βάλω τους αγίους» (Ο τελευταίος πειρασμός σ. 478).
Νίκος Καζαντζάκης, ο Όμηρος της σύγχρονης Ελλάδας, όπως το αποκάλεσαν μερικοί! «Ένα ανώμαλο ρήμα» όπως άρεσε ο ίδιος να αποκαλεί τον εαυτό του. Ποτέ δεν απαρνήθηκε το ανδροκρατούμενο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Μια κοινωνία όπου παλικαράδες, άγριοι και ακατασίγαστοι πολεμιστές ήταν ο στόχος θαυμασμού. Ο ίδιος όμως από νωρίς έχασε την πεποίθησή του στον μέχρι παραλογισμό ηρωισμό που βίωνε γύρω του κι άρχισε να ψάχνει, να ψάχνει τον δικό του δρόμο, τον δικό του Θεό, κι έναν δαίμονα ίσως που ένιωθε μέσα του να τον τυραννάει. Στην πορεία του αυτή θα αναθεωρήσει τις ιδέες του και θα πέσει συχνά σε αντιφάσεις. Άντρας και γυναίκα όμως, αναφέρει συχνά, είναι δύο αντίμαχες δυνάμεις, δημιουργικές μαζί και καταστροφικές. Ο άντρας είναι το φως, η γυναίκα η φωτιά.

Ήταν μισογύνης ο Καζαντζάκης?

Θεωρώ πως το γεγονός ότι απέδιδε στη γυναίκα διαφορετικές από τον άντρα ιδιότητες, που καθιστούν δύσκολη τη σύγκρισή της με αυτόν, δεν μπορεί να θεωρηθεί μισογυνισμός. Σίγουρα δεν ήταν φεμινιστής, μισογύνης όμως? Όχι! Μάλλον ο Καζαντζάκης λάτρεψε τη γυναίκα, σίγουρα στην προσωπική ζωή του. Όπως διαβάζουμε στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μου έτυχαν στο δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ΄καμαν τόσο καλό και δεν με βοήθησαν τόσο στον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες».
Το γεγονός τώρα ότι στο έργο του, οι ήρωές του, δεν αναφέρονται πάντα κολακευτικά στη γυναίκα, έχει νομίζω να κάνει με τις πολλές αντιφάσεις που χαρακτήριζαν το μεγάλο, ανήσυχο αυτό πνεύμα του συγγραφέα: αντινομία ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο φως και στο σκοτάδι, στην ύλη και στο πνεύμα, στο ανθρώπινο και το θείο, στη δειλία και στη μεγαλομανία, στον ορθολογισμό και το συναίσθημα, στην εξύμνηση και την περιφρόνηση της γυναίκας. Διάσπαρτο με αντινομίες, ολόκληρο το έργο του! (Όσο για το φαλλοκρατικό, όπως θεωρήθηκε, «η γυναίκα μας τραβάει προς τα κάτω» εννοεί πιστεύω πως η γυναίκα είναι βασικά πλασμένη για τη γήινη ζωή, προσωποποίηση της γονιμότητας, της φύσης, της ίδιας της Ζωής. Σίγουρα δεν εκφράζει μίσος προς το «αιώνιο θηλυκό».)
Χαρακτηριστική ίσως για το πώς έβλεπε τον άντρα και τη γυναίκα ο Καζαντζάκης είναι η ομολογία του στην «Ασκητική» (σ. 22-23):
«Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δύο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν. Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: …Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!
Και η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: Κάθομαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα. Δέχομαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη….. Είμαι η Μήτρα!
Αφουκράζουμε τις δυο φωνές τους. Δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι».
 Δρ. Μαριέττα Ιωαννίδου
Πανεπιστήμιο Άμστερνταμ
_____________________

Νίκος Καζαντζάκης «Ταξιδεύοντας», Άργος – Μυκήνες

Νίκος Καζαντζάκης  ”Ταξιδεύοντας”


Στο βιβλίο του με τίτλο «Ταξιδεύοντας» είναι συγκεντρωμένα ταξιδιωτικά κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη, που αναφέρονται στην Ιταλία, την Αίγυπτο, το Σινά, την Ιερουσαλήμ, την Κύπρο και το Μοριά. Τα κείμενα για το Μοριά είναι γραμμένα σε μορφή δημοσιογραφικών ανταποκρίσεων και χρονολογικά τοποθετούνται στη δεκαετία του 1930.
Το ταξίδι του Καζαντζάκη στο Μοριά κλείνει με την επίσκεψη του στο Άργος και στις Μυκήνες. Ο συγγραφέας επιστρέφει στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Άργους, όπου, περιμένοντας κάτω από τις λεύκες την άφιξη του τρένου για την Αθήνα, γράφει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του σχετικά με την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού. Προσπαθεί να τοποθετήσει το νεοέλληνα ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, να του δώσει ένα καθήκον. «Δεν μπορούμε», γράφει, «ν’ αρνηθούμε μήτε την Ανατολή μήτε τη Δύση… Είμαστε υποχρεωμένοι ή να φτάσουμε στο λαμπικάρισμα της Ανατολής σε Δύση, να πετύχουμε δηλαδή μια δυσκολότατη σύνθεση, ή να χαροπαλεύουμε δούλοι…»

Άργος


Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άργος, το 1927. Φωτογραφία «Επτά Ημέρες Καθημερινή», Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1997. Αρχείο: Ελένη Καζαντζάκη.
Άργος. Η πολιτεία, η εκκλησία, οι καρέκλες, οι καφενέδες, τα ποτήρια τα νερά … Οι Νεοέλληνες. Σκυθρωπά μούτρα, βουλιαγμένα μάγουλα, μάτια γαρίδα. Σε κοιτάζουν σα να είσαι κριάρι και θέλουν να σε αγοράσουν. Σε ψάχνουν με το μάτι, ερευνούν τα παπούτσια σου, τα ρούχα, τα καπέλα. Ζυγιάζουν … Τους τρώει το σαράκι – ποιος είσαι; Τι καπνό φουμάρεις; Τι ήρθες στον τόπο τους, να πουλήσεις ή ν’ αγοράσεις … Γουρούνια κυκλοφορούν στους δρόμους, νεαροί επαρχιακοί νταήδες κάθουνται στα καφενεία, μα γυναίκα δεν υπάρχει.
Όλη η πλατεία γεμάτη μουστάκια. Πλήθος καλοαναθρεμμένοι παπάδες. Η εκκλησιά, τριγυρισμένη από καφενέδες, λάμπει γλυκά με το κίτρινό της χρώμα, με το λιγνό σβέλτο καμπαναριό της. Καταφεύγω στην άκρα της πλατείας, στο αρχαίο θέατρο. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, η θάλασσα γυαλίζει μαυλίστρα, ο βράχος του Ναυπλίου σηκώνεται ψηλά, απειλητικά στον αέρα. Πιο πάνω από το αμφιθέατρο, το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στη θέση όπου μια φορά ήταν ο ναός της Αφροδίτης. Πιο πέρα, το Κριτήριον, όπου ο Δαναός καταδίκασε τη θυγατέρα του Υπερμνήστρα, γιατί μόνη αυτή από τις πενήντα αδερφάδες αρνήθηκε να σκοτώσει τον άντρα της. Είχαν έρθει πρόσφυγες από τη χώρα του Νείλου, με τον πατέρα τους έμαθαν τους Αργείτες ν’ αρδεύουν τα χωράφια τους, έκαμαν τη χέρσα γης, περβόλι. Έγιναν νεράιδες, τις πήρε η ποίηση, μπήκαν στην αθανασία.
Μαζί με το σούρουπο κατέβηκαν και τα ελληνικά παραμύθια και γέμισαν τα σκαλοπάτια του αμφιθεάτρου ίσκιους. Πήρε ξαφνικά ευγένεια το χώμα τούτο, κι οι νταήδες, οι παπάδες, οι μουστακαλήδες που κάθουνταν πέρα στην πλατεία έλαμψαν. Αγε δη, λέξωμεν επ’ Αργείοις ευχάς αγαθάς, αγαθών ποινάς … Κι έτσι συμφιλιωμένος πήρα το δρόμο της ζωντανής πολιτείας, κάθισα κι εγώ στο καφενείο, στον ίσκιο της Μητρόπολης, και διέταξα μαζί με τους Νεοέλληνες καφέ και δυο νερά και τέσσερις καρέκλες. Μα έκαιγαν τα χείλια μου οι στίχοι του Αισχύλου.

Μυκήνες


Μυκήνες – Η πύλη των Λεόντων (Αχρονολόγητη φωτογραφία).
Την άλλη μέρα, μεσημέρι, κινήσαμε για τη Μυκήνα. Είναι η πυρωμένη ώρα, η κάθετη, πού ταιριάζει για τούς φοβερούς τούτους βράχους και θρύλους. Το πρωινό φώς τούς δίνει μιαν αγνότητα πού δεν μπορούν να έχουν, το σούρουπο τούς δίνει μια ρομαντική μελαγχολία πού δεν καταδέχουνται να έχουν. Δε φωλιάζουν εδώ, στους ξακουστούς άνυδρους γκρεμούς, πρωινοί κορυδαλλοί μήτε βραδινά ερωτόπαθα νυχτοπούλια. Μα άγρια σαρκοβόρα όρνεα, αητοί και γεράκια, πού ζυγαριάζουνται μεσημέρι στην κορφή του αέρα και σημαδεύουν στον κάμπο τι να φάνε. Κάψα πνιχτική, το αίμα άναψε, το λαρύγγι στεγνώνει. Καλοί σωματικοί όροι για το προσκύνημα τούτο.
Ανεβαίνουμε από το Χαρβάτι τον ανηφορικό δρόμο: έχω στηλωμένα τα μάτια ανάμεσα στ’ άγριόθωρα βουνά της Ζάρας και του Προφήτη  Ηλία και προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στο πυρακτωμένο φώς τη φωλιά των Ατρειδών. Είναι βράχος μέσα στους βράχους και δεν μπορείς να τη διακρίνεις. Μα από τα χτυπήματα της καρδίας νιώθεις πώς ολοένα ζυγώνεις. Στρίψαμε δεξιά, κι ορθώθηκε μπροστά μας ή φοβερή καστρόπορτα με τις δυό όρθιες λιόντισσες.
 – Εδώ είναι το χασάπικο ! είπε ό σοφέρ σταματώντας.
Χάρηκα πού ήταν μαζί μου το χοντροκομμένο χιούμορ του λαού, το έφταβόδινο σκουτάρι, πού δεν το διαπερνούν εύκολα ό ρομαντισμός κι ή ευαισθησία. Τα ζυγιάζει όλα με τη ζυγαριά του πρακτικού στέρεου νου, πού ξέρει, κι έχει πια δεχτεί σα νόμιμο, πώς ή ζωή είναι γεμάτη αίματα κι απιστίες, μα δεν πρέπει να πολυτρομάζουμε  όπως δεν τρομάζουμε όταν μας διηγούνται ένα παραμύθι γεμάτο δράκους. «Η ζωή είναι ισόβια», θα πεθάνουμε, και τότε θα δούμε πώς ὀλα ήταν αέρας” έτσι όλη ή ζωή δεν είναι κι αυτή παρά ένα παραμύθι. Κι ό Γιάννης ό σοφέρ ζούσε την προαιώνια τούτη λαϊκή κοσμοθεωρία και δεν ένιωσε καθόλου τα γόνατα του να λυγίζουν όταν δρασκελούσε το φοβερό κατώφλι τωνΑτρειδών.
Μόλις μπήκαμε, αριστερά από τη σκαλισμένη στον τοίχο κρύπτη, όπου κάθουνταν ο αρχαίος θυρωρός, πετάχτηκε ο μοντέρνος φύλακας. “Ένας καλόκαρδος γεροντάκος με το μπαστουνάκι του, με το τσιγαράκι του, με μια λάμψη στα μάτια πού φανέρωνε πώς ήξερε τί θησαυρούς από παραμύθια κι αίματα και κοτρόνια του είχαν εμπιστευτεί να φυλάει.
– Είναι μέσα ό κ. Αθανασόπουλος, τον ρωτά ο σοφέρ με σοβαρότητα.
– Ο κ. Αθανασόπουλος; έκαμε ό φύλακας γουρλώνοντας τα μάτια  δεν τον γνωρίζω.
– Ο Αγαμέμνονας, ντε ! εξήγησε ό σοφέρ σκώντας στα γέλια.
Τα μούτρα του φύλακα κατσούφιασαν δεν του άρεσε καθόλου να κοροϊδεύουν τ’ αφεντικό. Γιατί τότε πήγαινε κι αυτός χαμένος” όλο του το μεγαλείο να φυλάει τρομερά πράματα αφανίζεται.
– Να ξέρεις που μπαίνεις, είπε θυμωμένος, και να σέβεσαι!
– Τον κακομοίρη! στράφηκε ό σοφέρ και μου λέει, τον κακομοίρη, τον έχουν παλαβώσει οι αρχαιολόγοι!
Χιούμορ, κέφι, προπόσες χαρούμενες και θυέστεια δείπνα σαιξπήρειες ομάδες με τα κρανία των ανθρώπων. Κι έτσι πού προχωρούσα με το Γιάννη και κοίταζα την άγρια δρακοφωλιά, εγώ γεμάτος δέος, αυτός γεμάτος κέφι, φαντάστηκα ένανΑισχύλο μοντέρνο, πού παίρνει ακόμα πιο τραγικά τη ζωή και τούς θρύλους και γδύνει χωρίς μεγάλους μονολόγους, με ανήλεο χέρι, τούς παμπάλαιους μπαμπούλες. Βαρέθηκε ό σοφέρ ν’ ανεβεί στο παλάτι και χώθηκε σ’ έναν ίσκιο. “Έβγαλε τα τσιγάρα του, φίλεψε το γερο-φύλακα.
–   Έλα, είπε, μην τα παίρνεις προσωπικά…
Πήρα μόνος μου τον ανηφορικό βασιλικό δρόμο, πού τον είχε στρώσει ηΚλυταιμήστρα με πολύτιμα κόκκινα χαλιά, για να πατήσει ό νεοφερμένος άντρας της. «Πάτα, πάτα» του μιλούσε μαυλιστικά, «μη φοβάσαι τούς θεούς ! Τοις  δ‘ όλβίοις γε και τό νικάσθαι πρέπει.»
Ανέβαινα μαζί με το μεγάλον ίσκιο, πάτησα τις στρουφιγμένες από την πυρκαγιά πλάκες του παλατιού, σβάρνισα με τη ματιά τα βουνά τρογύρα, τον κάμπο, ως πέρα την αργίτικη θάλασσα. Προσπαθούσα να δώ τι έβλεπε ο Αγαμέμνοναςανηφορίζοντας στο παλάτι του και τι η γυναίκα του, όταν αγνάντευε με δαγκαμένα χείλια τη θάλασσα πέρα, αν πρόβαλαν τα μισητά καράβια του γυρισμού. Τα ίδια τούτα βουνά θα κοίταζαν, τον ίδιο ηλιοφρυμένο κάμπο, το ίδιο κύμα. Μα σημασία έχει μονάχα το πώς τα έβλεπαν. Με ποιόν πρωτόγονο χοχλασμό.
 Είχε δίκιο ό Γερμανός ζωγράφος, ο Φράντς Μάρκ, όταν ζωγράφιζε ένα τοπίο πού το κοίταζε ένα θεριό, να προσπαθεί ν’ αποδώσει το τοπίο όπως θά τό έβλεπε το θεριό. Κι όχι όπως το έβλεπε το ανθρώπινο μάτι. Και το φαντάζουνταν ένα καταπληχτικό δράμα, πλημμυρισμένο χρώματα, πηχτό, αξεδιάλυτο, χωρίς σύνορα ανάμεσα θεριού και δάσους. Πρέπει ν’ ανεβείς εδώ απάνω στο παλάτι του Αγαμέμνονα κυριεμένος από άγριο πάθος — μίσος, έρωτα, πόλεμο, τρόμο— για να μπορέσεις κάπως να δεις τον αργίτικο κάμπο και τα βουνά και τη θάλασσα όπως τα έβλεπαν οι Ατρείδες. Έτσι πρέπει να δεις και να παραστήσεις και τις τραγωδίες του Αισχύλου. Με τέτοιο μάτι θεριού όλα τ’ άλλα, κλασικές ισορροπίες, ρυθμικοί χοροί, στυλιζαρισμένες από αρχαία αγγεία  χειρονομίες, είναι φιλολογία και μονολογίτικες θυσίες στην απούσαν Άφροδίτην.
– Είδες τί ληστές; μου είπε ό σοφέρ με θαυμασμό όταν κατέβηκα κάτω. Λεβεντιά! Είδες τί ληστές, Νταβέληδες! Σήμερα εμείς μπροστά τους είμαστε λωποδύτες.

Διαλογισμοί για την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού


Όταν πια τελείωνα το ταξίδι και περίμενα στο σταθμό του Άργους, κάτω από τις μεγάλες λεύκες, το τρένο, ένας νέος με τουριστική στολή απόθεσε το σακίδιό του στο παγκάκι όπου καθόμουν κι έπιασε κουβέντα. Έγραφε τραγούδια υπερρεαλιστικά, είχε γυρίσει την Ευρώπη, μα τώρα πιάστηκε στη φάκα και πήρε το σακίδιό του, το κοντό παντελονάκι του και το ραβδί του και περιεργάζεταιτην Ελλάδα. Υψηλή παραστρατημένη διάθεση, ευγένεια και ανικανότητα, αγνότητα ψυχική και νοητική διαφθορά. Από λόγο σε λόγο φτάσαμε στο μεγάλο πρόβλημα που αρχίζει και συνειδητά να μας απασχολεί και να μας τρώει: Πώς να δημιουργήσουμε κι εμείς, που να στηρίξουμε κι εμείς ένα δικό μας Νεοελληνικό πολιτισμό; Είχε διαβάσει το Δραγούμη και το Γιαννόπουλο, είχε μελετήσει το βαθύ βιβλίο του Δανιηλίδη, είχε συζητήσει με τους φίλους του, είχε σκεφτεί μόνος του: μα δε βρήκε γαλήνη ο νους του. Αρχαιολατρία, φραγκολατρία. Ανατολή – όλα τα ένιωθε μέσα του, μα δεν αρμονίζουνταν μεταξύ τους και δε δίναν καμιάν ενότητα στη ζωή του.
– Εσείς τι λέτε;
Συχνά έχω δεχτεί κατάστηθα το ερώτημα τούτο μα τόσο ορμητική, πολύπλοκη, ανυπόμονη τινάζουνταν η απάντηση, που παντούσα. Μα σήμερα το τρένο αργούσε να έρθει, ο ίσκιος κάτω από τις λεύκες ήταν χαϊδευτικός και πράος, και το ρώτημα του νέου τόσο αγνό και ανήσυχο, που για χατίρι του προσπάθησα να βάλω κάποια τάξη στην απάντηση και να διατυπώσω όσο μπορούσα πιο στεγνά τη σκέψη μου.
Πρώτα πρώτα, του αποκρίθηκα, πρέπει να πάρουμε σωστή κι αξιοπρεπή στάση απέναντι στους αρχαίους. Οι αρχαίοι δεν είναι πια δικοί μας μονάχα ¨πρόγονοι¨,  είναι όλης της άσπρης φυλής. Δεν πρέπει να γινόμαστε γελοίοι μπροστά τους σα να είμαστε ραγιάδες. Οι πρόγονοι ξέφυγαν πια από την κατοχή μιας ορισμένης γης και ράτσας, τώρα κι αιώνες πήδηξαν από την Ελλάδα στη Δύση, έσμιξαν με καινούριες ράτσες, δημιούργησαν νέο πολιτισμό, αγάπησαν κι αγαπούν όσους τους νιώθουν. Μονάχα γι’ αυτούς είναι βαθιά, πραγματικά πρόγονοι. Μπορούσα μάλιστα να υποστηρίξω και τούτο: Κανένας δεν εννοεί λιγότερο τους προγόνους από τους επίγονους. Μα αυτό θα μας πάει μακριά και δεν έχουμε καιρό.
Ο Δυτικός πολιτισμός πάλι είναι καταπληχτική κατάχτηση του νεότερου ανθρώπου. Είναι σύγχρονός μας, θέμε δε θέμε μας πήραν οι ρόδες του, ταυτίσαμε την τύχη μας με τη δική του. Τρώμε, ντυνόμαστε, κατοικούμε, ενεργούμε, στοχαζόμαστε κάτω από τη φοβερή του επίδραση. Δε γλιτώνουμε. Κανένα έθνος πια δε γλιτώνει. Κι όποιο αποπειραθεί να γλιτώσει, είναι χαμένο, θα το φαν όλα τ’ άλλα έθνη. Ζούμε το βιομηχανικό πολιτισμό της εποχής μας, που καμιά σχέση δεν έχει μήτε με την κλασική εποχή της ομορφιάς μήτε με την ανατολίτικη μεταφυσική επιδημία.
Για ένα Δυτικό έθνος το πρόβλημα του πολιτισμού δεν είναι τόσο δύσκολο και πολύπλοκο όσο για μας. Προσαρμοσμένοι φυσικά στον ντόπιο τους Δυτικό πολιτισμό, μάχουται μονάχα να τον προχωρήσουν και να του δώσουν, όσο μπορούν, δικές του εθνικές απόχρωσες. Μα εμείς βρισκόμαστε ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Προνομιούχα, λεν, είναι η θέση της Ελλάδας, και συνάμα επικίντυνο πολύ γεωγραφικό και ψυχικό σημείο του κόσμου. Μέσα μας υπάρχουν βαθιές δύναμες εχθρικές στο ρυθμό της Δύσης. Έχουμε, για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε, να συμφιλιώσουμε μέσα μας τρομερούς δαιμόνους. Ποιο είναι λοιπόν το χρέος μας;
Εγώ έτσι μονάχα μπορώ χοντρικά να το διατυπώσω: Η Ανατολή με τις μεγάλες πολλές λαχτάρες της, με την άμεσή της επαφή με τη μυστηριώδη ουσία του κόσμου, θ’ αποτελεί πάντα για τον Έλληνα, το ζεστό, σκοτεινό, πλούσιο Υποσυνείδητο. Αποστολή του είναι πάντα ο ελληνικός νους να το φωτίσει, να το οργανώσει και να το κάμει συνειδητό. Όταν το κατόρθωσε, δημιούργησε αυτό που λέμε ελληνικό θάμα. Η Ανατολή είναι το άμορφο, ο ελληνικός νους ήταν πάντα η δύναμη που ένα αγαπούσε κι επιδίωκε απάνω απ’ όλα, τη μορφή. Να δώσουμε μορφή στον άμορφο, να κάνουμε λόγο την ανατολίτικη κραυγή, αυτό είναι το χρέος μας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε μήτε την Ανατολή μήτε τη Δύση, είναι μέσα μας βαθιά κι οι δυο αντίδρομες δυνάμεις και δεν ξεκολνούν. Είμαστε υποχρεωμένοι ή να φτάσουμε στο λαμπικάρισμα της Ανατολής σε Δύση, να πετύχουμε δηλαδή μια δυσκολότατη σύνθεση, ή να χαροπαλεύουμε δούλοι.
– Δύσκολο έργο, είπε ο νέος.
– Έγινε κάποτε, αποκρίθηκα, και σηκωθήκαμε.
Το τρένο έφτανε, αποχαιρέτησα το νέο γελώντας.
– Νερό κι αλάτι όσα είπαμε, του κάνω. Ξεχάσετέ τα. Μην κατσουφιάζετε, μην πολυσκαλίζετε, αφήσετε τη θεωρία. Κιντινεύετε έτσι, να μελετάτε το πρόβλημα χωρίς να το ζείτε. Μην πάθετε ό,τι λεν για να κοροϊδέψουν τους φιλόμαθους, λεπτολόγους Γερμανούς: Αν δουν δυο πόρτες και στη μια είναι γραμμένο ¨Παράδεισος¨ και στην άλλη ¨Διάλεξη περί Παραδείσου¨, όλοι θα τρέξουν στη δεύτερη πόρτα.
«Ζείτε μέσα σας όλες τις δυνάμεις που σας έδωκε η Ελλάδα, δουλεύετε μέρα και νύχτα, κατορθώστε να κάμετε ένα στίχο γεμάτο ουσία και με τέλεια φόρμα. Έτσι μονάχα θα λύσετε, στην περιοχή σας, το πρόβλημα και θα δημιουργήσετε, στην περιοχή σας, νεοελληνικό πολιτισμό. Αγαπάτε κι εσείς, όπως κι εγώ, το Δραγούμη. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια φράση του κι ας την πούμε τώρα που χωρίζουμε: «Μου αρέσει να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι από μένα ο Ελληνισμός για να προχωρήσει».

Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας», σελ. 319-329, έκτη έκδοση, Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα, 1969.

_____________