ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Με Το χαμένο Νόμπελ και τον Καζαντζάκη γυρίσατε πρόσφατα πολλά μέρη της Ελλάδας. Τι αποκόμισατε από αυτή σου την εμπειρία, τι ζητούσε να μάθει περισσότερο ο κόσμος;
Ο κόσμος ζητούσε να μάθει την αλήθεια. Τι ακριβώς συνέβη και στερήθηκε ο Καζαντζάκης το βραβείο Νόμπελ. Πολλοί, βέβαια, δεν γνώριζαν ότι ο Καζαντζάκης επεδίωκε για μια δεκαετία να κατακτήσει το εν λόγω βραβείο. Αυτή ήταν μια πλευρά που εξέπληξε κι εμένα, καθώς, όταν ξεκινούσα την έρευνα, τον φανταζόμουν να γράφει αποτραβηγμένος στο χρυσελεφάντινο πύργο του, μακριά από τα μίση και τα πάθη του κόσμου. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Καζαντζάκης ήταν ένας συγγραφέας του καιρού του, που ξεχώριζε από τους υπόλοιπους χάρη στην ευφυΐα και την πολυμάθειά του. Ακόμα, αυτό που ζητούσε να μάθει ο κόσμος ήταν αν όντως άξιζε το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Καζαντζάκης. Η απάντηση στο ερώτημά τους ήταν απλή. Το άξιζε πολύ περισσότερο από κάποιους συνυποψήφιούς του, που το κατέκτησαν χωρίς να είναι καν λογοτέχνες, όπως ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ και ο πολιτικός Ουίνστον Τσώρτσιλ που έγραψε τα απομνημονεύματά του. Εκτός κι αν κάποιοι στις επιτροπές της Σουηδικής Ακαδημίας θεωρούσαν ότι το βραβείο έπρεπε να δοθεί σε οποιονδήποτε έγραφε πάνω στη Γη.
Για εσάς ποιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης και τι αντιπροσώπευε;
Αντιπροσώπευε μια άλλη Ελλάδα, μακρινή και συνάμα κοντινή. Ένα παράλληλο σύμπαν. Μια άγνωστη πατρίδα, για την οποία άκουγα κατά καιρούς φήμες και ιστορίες ανεπιβεβαίωτες. Έχοντας μελετήσει το μακρινό παρελθόν της χώρας, μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του», θεωρούσα ότι είχε έρθει η ώρα να μελετήσω και το κοντινό παρελθόν της. Ξέρετε, όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε να πηγαίνω για κολύμπι στην παραλία της Καλογριάς, στη μεσσηνιακή Μάνη, ανάμεσα στη Στούπα και την Καρδαμύλη. Το μέρος αυτό στοίχειωνε από την παρουσία του Καζαντζάκη. Υπήρχε εκεί το σπίτι του Καζαντζάκη, η σπηλιά όπου απομονωνόταν για να γράψει, το λιγνιτωρυχείο που διατηρούσε με τον Ζορμπά, και πολλά άλλα. Άκουγα ιστορίες γι’ αυτόν και τον φανταζόμουν να κάθεται στο ακροθαλάσσι, να ανάβει την πίπα του και να ακούει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο τον φίλο του, τον Άγγελο Σικελιανό, να του απαγγέλει ποιήματα.
Κατά την γνώμη σας γιατί ακόμη και σήμερα υπάρχει τέτοια αμηχανία για το έργο του Καζαντζάκη;
Το έργο του είναι πολυεπίπεδο και εν πολλοίς άνισο. Δύσκολο να ταξινομηθεί, να μελετηθεί κάτω από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Οι σύγχρονοι μελετητές πρέπει να σκύψουν πάνω του χωρίς προκαταλήψεις, μακριά από εξωραϊσμούς ή αφοριστικές πρακτικές. Να το αναλύσουν με σχολαστικότητα και να το παρουσιάσουν με σαφήνεια στον κόσμο. Αν ο Καζαντζάκης προκαλεί αμηχανία στην εποχή μας, φανταστείτε τι γινόταν στη δική του εποχή. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τον Θεοτοκά, που δείχνει αυτό ακριβώς: «Μα δεν είναι εκλεκτός άνθρωπος (ο Καζαντζάκης). Όσο για τη συγγραφική του εργασία, περισσότερο από πάντα βρίσκομαι σε αδυναμία να την τοποθετήσω. Το θέατρό του δεν είναι θέατρο, η ποίησή του δεν είναι ποίηση, η φιλοσοφία του δεν είναι φιλοσοφία, η μυθιστοριογραφία του δεν είναι μυθιστορηματική, και μονάχα τα Ταξίδια του είναι καλή δημοσιογραφία. Ένας μεγάλος δημοσιογράφος λοιπόν; Ή ίσως ένας σπουδαίος συγγραφέας που από κάποιαν έλλειψη ψυχική, έμεινε μισός – που νιώθει κάποιο μισό δαιμόνιο να φτερουγίζει μέσα του προς όλες τις κατευθύνσεις της πνευματικής δημιουργίας, μα δεν κατορθώνει πουθενά να φτάσει ως την άκρη του δρόμου. Τι θα μείνει απ’ όλα αυτά;»
Πώς είναι ως συγγραφέας να «αντιμετωπίζεις» μια τόσο σημαντική προσωπικότητα των γραμμάτων;
Προσέγγισα τον Καζαντζάκη χωρίς φόβο και πάθος, με τα μάτια στραμμένα στην ανθρώπινη πλευρά του. Επιχείρησα να είμαι αντικειμενικός μαζί του, δίχως να αποσιωπώ τα κουσούρια του, τις δυσάρεστες πλευρές του χαρακτήρα του. Και ήταν αρκετές. Υπήρξε εγωπαθής, υπερβολικά φιλόδοξος, νάρκισσος σε ορισμένες περιπτώσεις, εκνευριστικός, σκληρός, και ούτω καθεξής. Οι άνθρωποι πλάι του υπέφεραν τα πάνδεινα, ιδίως οι γυναίκες του και ο Πρεβελάκης, ο οποίος εκτελούσε χρέη παιδιού για όλες τις δουλειές. Από την άλλη, όμως, ο Καζαντζάκης τους αντάμειβε με μια μαγική κίνηση, ή με δυο λόγια που επανέφεραν την ισορροπία ανάμεσά τους. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα ήταν ότι διάβασα στις κριτικές πως φέρθηκα στον Καζαντζάκη «καζαντζακικά», ότι δηλαδή δεν του χαρίστηκα.
Πώς οργανώνετε το γράψιμο σας; Τι μεθόδους χρησιμοποιείτε;
Η μέθοδος είναι διαφορετική σε κάθε βιβλίο, γιατί απλούστατα κάθε νέο βιβλίο είναι διαφορετικό από το προηγούμενο. Ρίξτε μια ματιά στα βιβλία που εξέδωσα μες στον αιώνα που διανύουμε. Στην αρχή, συλλογή διηγημάτων και στη συνέχεια επιστολική νουβέλα πλαισιωμένη από μυθιστόρημα, με αποτέλεσμα να μείνει μόνο η επιστολική νουβέλα. Κατόπιν, ιστορικό μυθιστόρημα, επιστημονικό νουάρ, απάνθισμα μικρών κειμένων, παιδικό, ερωτική ιστορία, και εν τέλει χρονικό με ποικίλες προεκτάσεις. Για πολλά μπορεί να με κατηγορήσει κανείς, αλλά όχι για το ότι επαναλαμβάνομαι.
Ποια είναι το αγαπημένα σας μέρη για διακοπές;
Τα νησιά, φυσικά. Οι Κυκλάδες, ειδικότερα. Τις έχω φάει με το κουτάλι – χώρια που πέρασα τέσσερα χρόνια στην Οία της Σαντορίνης. Υπάρχουν κάνα δυο ξερονήσια που μου έχουν ξεφύγει, όπως και κάνα δυο παραλίες, αλλά πού θα πάει, θα τις ανακαλύψω κι αυτές. Στο σημείο αυτό συμφωνώ απόλυτα με τον Καζαντζάκη, που έκανε λόγο για νησιά του Παραδείσου. Έγραψε: «Το είπα και το ξαναλέω. Μια από τις πιο μεγάλες χαρές που μπορεί να αξιωθεί ο άνθρωπος στον κόσμο τούτο είναι να ’ναι άνοιξη, να φυσάει αλαφρό αεράκι και ν’ αρμενίζεις στο Αιγαίο. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πώς γίνεται να ’ναι αλλιώς ο Παράδεισος. Ποια άλλη χαρά, στον ουρανό και στη γη, μπορεί να ’ναι καλύτερα αρμονισμένη με το κορμί και την ψυχή του ανθρώπου».
Ποιες είναι οι μεγάλες σου λογοτεχνικές αγάπες και γιατί
Αγαπώ τον Μπόρχες – είναι γνωστό αυτό. Πιστεύω ότι αν έχεις διαβάσει καλά Μπόρχες είσαι επαρκής γνώστης της λογοτεχνίας, ακόμα κι αν δεν έχεις διαβάσει τίποτε άλλο. Επίσης, βρίσκω την Γιουρσενάρ εξαιρετική σε όλα της τα γραπτά. Ποτέ δεν έριξε το επίπεδό της. Από τους σύγχρονους προτιμώ τον Μπάνβιλ. Δύσκολα θα σε απογοητεύσει, μολονότι τον τελευταίο καιρό διακρίνω στα γραπτά του μια κούραση, μια έλλειψη φρεσκάδας. Μέχρι πρότινος ξεχώριζα και τον Ίαν ΜακΓιούαν, αλλά με το Solar με απογοήτευσε οικτρά – λες και το είχε γράψει κάποιος άλλος. Από τους Έλληνες προτιμώ τους δυο νομπελίστες μας, αλλά και τους Ρίτσο, Λειβαδίτη. Και τον Καββαδία. Και, φυσικά, τον Καζαντζάκη. Η «Αναφορά στον Γκρέκο» είναι για μένα υπόδειγμα πνευματικής αυτοβιογραφίας.
Τι νέα σχέδια ετοιμάζετε;
Από τον Δεκέμβρη του 2015, όταν κυκλοφόρησε Το χαμένο Νόμπελ, μέχρι σήμερα, δεν έχω πάρει ανάσα. Πίστευα ότι το καλοκαίρι θα έβρισκα λίγο χρόνο να ξεκουραστώ, μα άρχισαν να καταφθάνουν προσκλήσεις για μεμονωμένες παρουσιάσεις, προτάσεις για συνεργασίες, κλπ. Δεν παραπονιέμαι! Είμαι αποφασισμένος να πιώ το ποτήρι ως τον πάτο, να το στραγγίξω. Είναι κάτι που μου έμαθε ο Καζαντζάκης. Όταν θέτεις ένα στόχο, να αφιερώνεσαι ολόψυχα σε αυτόν.
συνέντευξη: Νίκος Κουρμουλής
Επίσης: ο Κώστας Αρκουδέας συνομιλεί με τον Μάνο Τσιλιμίδη στον Real fm 97,8:
από το:
http://selides.kastaniotis.com/
http://selides.kastaniotis.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου