Νίκος Καζαντζάκης – Αίγινα 1931
«Η Αθήνα είναι φρικαλέα. Κλαίω τις μέρες τις εξαίσιες που έχασα μακριά από την Αίγινα» γράφει στον Παντελή Πρεβελάκη τον Αύγουστο του 1934. Ο Nίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957 / 74) γνώρισε την Αίγινα το 1925 κι έμεινε για μακρά διαστήματα εκεί μέχρι το 1946. Κοντά στην Αίγινα για πετάγεται στην Αθήνα όποτε οι πρακτικές ανάγκες τον καλούσαν και αρκετά μακριά για να απομονώνεται. Οι πληροφορίες για τη ζωή του στην Αίγινα προέρχονται από την αλληλογραφία με τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη.
«Η Αθήνα είναι φρικαλέα. Κλαίω τις μέρες τις εξαίσιες που έχασα μακριά από την Αίγινα» γράφει στον Παντελή Πρεβελάκη τον Αύγουστο του 1934. Ο Nίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957 / 74) γνώρισε την Αίγινα το 1925 κι έμεινε για μακρά διαστήματα εκεί μέχρι το 1946. Κοντά στην Αίγινα για πετάγεται στην Αθήνα όποτε οι πρακτικές ανάγκες τον καλούσαν και αρκετά μακριά για να απομονώνεται. Οι πληροφορίες για τη ζωή του στην Αίγινα προέρχονται από την αλληλογραφία με τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη.
Στις 19 Μαΐου 1927 ξαναφτάνει με τον ζωγράφο Τάκη Καλμούχο και νοικιάζουν το μικρό παράσπιτο της οικίας Παύλου Χάνου στην οδό Αφαίας (ανήκει σήμερα στην οικογένεια Μαγκλή), μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου. Αφιερώνεται στην «Οδύσσεια» και σε ταξιδιωτικά. Ο αείμνηστος Κώστας Χάνος περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ένα χαριτωμένο παιχνίδι, δώρο του Καζαντζάκη από ταξίδι του, τον Απρίλιο του 1928, όταν διαμένει και πάλι στου Π. Χάνου, την περίοδο του Πάσχα, μαζί με τον Παντελή Πρεβελάκη. Σώζονται ωραιότατες φωτογραφίες στο σπιτάκι και στον ναό της Αφαίας, τραβηγμένες από τον Πρεβελάκη –
Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, αμέσως στην Αίγινα, Δεκέμβριο 1930 μέχρι τέλη Μαΐου 1931. Μένει στο σπίτι του φίλου και δικηγόρου του Γιάννη Αγγελάκη. Συγγράφει για βιοποριστικούς λόγους Γαλλοελληνικό λεξικό σε δημοτική και καθαρεύουσα. Το σπίτι, με το μεγάλο κτήμα, τα δέντρα, τα λουλούδια και την ησυχία ενθουσιάζει τον Καζαντζάκη. Σημερινή κατοικία της κόρης του Αγγελάκη, μεγάλης ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που ο Νίκος Καζαντζάκης θα βαφτίσει στις 15 Αυγούστου 1940. – Επιθυμεί δικό του κτήμα στην Αίγινα, και προς τούτο εξουσιοδοτεί τον Αγγελάκη.
Νέο μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Επιστρέφει Απριλίου 1933, και αμέσως (12/4) στην Αίγινα, μέχρι τον Οκτώβριο 1934. Τώρα, στο σπίτι της Μαίρης Πάντου, εξαδέλφης της Ελένης. Εδώ θα μείνει μέχρι το 1937. Είναι το άσπρο σπίτι με τα μπλε παράθυρα, ιδιοκτησίας σήμερα Παύλου Μαντούδη, κοντά στην οικία Καπράλου. Φλέγεται από δημιουργικό πυρετό ολομόναχος.
Μετά 4μηνο ταξίδι σε Ιαπωνία-Κίνα, πάλι στην αγαπημένη του Αίγινα, 15 Ιουνίου 1935. Το όνειρό για δικό του κτήμα πραγματοποιείται. Το συμβόλαιο αγοράς στις 5 Ιουλίου 1935 σε συμβολαιογραφείο της Αίγινας (Σ. Ζωγράφου), με τίμημα 14.000 δραχμές. Λίγους μήνες αργότερα το μοιράζεται με τον Καλμούχο. Αμέσως βάζει μπρος τις ενέργειες για κτίσιμο, σε σχέδια του φίλου του αρχιτέκτονα Βασίλη Δούρα. Το θέλει πετρόχτιστο, να μοιάζει με κάστρο, το «Κουκούλι» του. Όλο τον χειμώνα είναι απορροφημένος στην πέμπτη γραφή της «Οδύσσειας». 4 Μαΐου 1936 βάζει θεμέλιο, αφού πρώτα ανοίξει πηγάδι. Μεταφράζει ξένα θεατρικά και Φάουστ του Γκαίτε, τον «Βραχόκηπο» στα γαλλικά και πρώτη γραφή του «Καπετάν Μιχάλη». Απεσταλμένος της «Καθημερινής» στην Ισπανία Οκτώβριο-Νοέμβριο.
Δύο αδέλφια (δύο κολοσσοί Μικρασιάτες), κατά την Ελένη, ο Θόδωρος και ο Ιγνάτιος είναι οι χτίστες, γιοι του Στέλιου Ιγνατιάδη, Μικρασιάτη πρόσφυγα στην Αίγινα. Τελειώνει τον Απρίλιο του 1937. Στον όροφο το γραφείο του, με εντοιχισμένη μια ξύλινη γοργόνα από ακρόπρωρο πλοίου στον βορινό τοίχο και τον τροχό του Shinto (εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας) στον ανατολικό, με χρυσές και μαύρες ψηφίδες, από τη γλύπτρια Έλλη Βοίλα. Ξανά, από τα τέλη 1936 μέχρι Οκτώβριο 1938, στην Αίγινα. Γράφει τη τραγωδία «Μέλισσα» και καινούργια κάντα και την έκτη και τελευταία γραφή της «Οδύσσειας», που εκδίδεται σε ογκώδες σχήμα. Πηγαίνει στην Αθήνα και μετά στην Αγγλία. Τον Δεκέμβριο 1939 επιστρέφει στην Αίγινα. Μικρό ταξίδι στην Κρήτη και ξανά στην Αίγινα.
Ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος σε λίγο ξεσπά. Όλα τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στην Αίγινα με εξαίρεση μία-δύο ολιγοήμερες μεταβάσεις στην Αθήνα. Το φάσμα της κατοχικής πείνας χτυπά δεινά την Αίγινα. Μαζί με τον Άη Στράτη κατέχει τη θλιβερή πρωτιά θανάτων από πείνα. Ο λιτοδίαιτος Κρητικός θα στερηθεί πολλές φορές την απαραίτητη τροφή, τρεφόμενος ακόμη πιο λιτά σαν ασκητής, θηρίο σωματικής και πνευματικής αντοχής. Φίλοι από την Αθήνα και η Ελένη τού προμηθεύουν ενίοτε κάποια φτωχά φαγώσιμα. Αλλά και φίλοι και γείτονες στην Αίγινα. Ο ίδιος, μεγάθυμος και υπερήφανος, βοηθά όποτε μπορεί. Λίγους μήνες πριν από τη Κατοχή, είχε αγοράσει ένα μεγάλο πιθάρι και το γέμισε λάδι. Το λάδι αυτό, γράφει η Ελένη, έσωσε κάμποσα παιδάκια της γειτονιάς του από τον θάνατο. Τις πιο μαύρες μέρες της πείνας γράφει το πιο κεφάτο έργο του, τον «Αλέξη Ζορμπά». Σε κάποιο σημειωματάριο, καταγράφοντας τα προϊόντα του σκληρού μόχθου του κατά την Κατοχή, σημειώνει: «Έγραψα: ”Αγγλία“, ”Γιαγκ-Τσε“, ”Τριλογία Προμηθέα“, ”Ζορμπά“, ”Ταξιδεύοντας-Ρωσία“, ”Καποδίστρια“, ”Κωνσταντίνο Παλαιολόγο“, ”Μακιαβέλλι“, ξανά ”Δάντη“, ”Άγ. Φραγκίσκο“ και ”Ιλιάδα“, ”Οδύσσεια“ (μεταφράσεις).
Το 1945 στην Αθήνα, πηγαίνοντας πού και πού στην Αίγινα. Πολιτικές διεργασίες και κάποια σχέδια για το εξωτερικό τον κρατούν εκεί. Παντρεύεται την Ελένη και για 2,5 μήνες υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Από 18 Απριλίου μέχρι τέλη Μαΐου 1946 ξανά στην Αίγινα, για τελευταία φορά. Γράμμα στον Πρεβελάκη: [Αίγινα] Παράδεισος, 28-4-46: «Εδώ Παράδεισος. Πώς μπόρεσα κι έφυγα, και προς τι;».
Φεύγει για την Αγγλία, χωρίς να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. «Έφυγα για σαράντα μέρες από την Αίγινα και δεν αξιώθηκα να ξαναγυρίσω», είπε στον Πρεβελάκη το 1953.
Η καθημερινότητά του στην Αίγινα χαρακτηρίζεται από πολύωρη πνευματική εργασία. Ξυπνούσε στις 5 το πρωί και δούλευε μέχρι τις 8 το βράδυ. Μικρή μεσημεριανή ανάπαυλα για λιτό γεύμα και τσάι στις 5 το απόγευμα. Κολύμπι στη διπλανή παραλία. Επισκέψεις από πνευματικούς φίλους της Αθήνας και του εξωτερικού. Κατά καιρούς θα φιλοξενήσει το ζεύγος Σικελιανού, τους Πρεβελάκη, Μυριβήλη, Βενέζη, Τριανταφυλλίδη, Μινωτή, Μπαστιά, Μελαχρινό, Καστανάκη, Καββαδία, Θεοτοκά κ.ά. Ανταλλάσσει επισκέψεις με γείτονες, φίλους και απλούς ανθρώπους της Αίγινας. – Στα καφενεία δεν συχνάζει ποτέ, το θεωρεί χάσιμο χρόνου. Από το σπίτι, που το συνδέει με το λιμάνι ένας σκονισμένος και γεμάτος λακκούβες τότε δρόμος (η σημερινή Λεωφόρος Καζαντζάκη) ένας ψηλός, ξερακιανός, μελαχρινός άντρας, με δύο μαύρα βαθουλωμένα μάτια πίσω από τα γυαλιά του, πλατύ ψάθινο καπέλο στο κεφάλι και αναμμένο τσιμπούκι, βάδιζε ευθυτενής για επίσκεψη σε φίλους, όπως ο Αγγελάκης, ο Ανδρουλιδάκης, οι οικογένειες του γιατρού Γαλάνη και του Χάνου, ο Γ. Μαγκλής, κ.ά. Άλλες φορές με την άμαξα του γείτονά του Βάσανου (Μιχάλης Τζίτζης). Στην Αίγινα υπήρχαν τότε μόνο μόνιππα αμαξάκια, σούστες και κάρα, μουλάρια και γαϊδουράκια. Για τρόφιμα στο μπακάλικο του Βέκιου (Ζαρρής), απέναντι από του Παγούδη. Πάστες από το ζαχαροπλαστείο του Προκόπη (Χατζηιωαννίδη) και κάποια βράδια με παρέες στη ταβέρνα του Μαρίνη στο λιμάνι, που στην Κατοχή λίγο έλειψε να τον σκοτώσει κάποια βόμβα, όπως αναφέρει ένα γράμμα του. Διατηρεί στενή φιλία με τον Μητσάκη (Δημήτριος Λορέντζος), βοηθό στο φαρμακείο Οικονόμου και κατοπινό κοινοτάρχη Κυψέλης. Η φιλία θα συνεχιστεί με αλληλογραφία, όταν θα εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στην Αντίπολη (Αντίμπ της Γαλλίας).
Στα γράμματα από την Αντίπολη η Αίγινα θα είναι παρούσα μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σε ένα γράμμα, αντί για Αντίπολη, γράφει: «Αίγινα, 24 Σεπτέμβρη, Σάββατο». Η λαχτάρα για το νησί πάντα παρούσα, που το θυμάται σαν τον «Χαμένο Παράδεισο».
saronicmagazine.com – Γεώργιος Ι. Μπόγρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου