~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σελίδες για την ζωή, το έργο, την αλληλογραφία του συγγραφέα και ταξιδευτή της ζωής, της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα // Επιμέλεια: Πάνος Αϊβαλής"......
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μεάφραση // Translate


Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Με αφορμή την ταινία “Καζαντζάκης” ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής

συζητάει με τον Γιώργο Noir Παπαϊωσήφ


Εμείς οι Έλληνες, τους τελευταίους καιρούς, δυστυχώς, διαβάζουμε τον εαυτό μας μέσω των Ευρωπαίων και αυτό δεν κάνει καθόλου καλό στον ψυχισμό μας.



Υπάρχουν κάποιοι σκηνοθέτες που κατάφεραν να σπάσουν το κέφυλος που περικλείει το στενό, εγχώριο κύκλωμα της κινηματογραφικής παραγωγής και των τοπικών σινεφίλ, ώστε το έργο τους να χυθεί σαν υδράγυρος πέρα των ελλαδικών συνόρων. Εκτός της προσωπική τους επιβράβευσης από τις διάφορες «συγκλήτους» επί των τεχνών της αλλοδαπής, η φήμη τους άναψε ακόμα ένα λαμπρό φως πάνω από το ταλαιπωρημένο σώμα αυτής χώρας, ώστε να τονωθούν τα καλούδια της, ακόμα και η ύπαρξη της. Όταν οι άνθρωποι της Τέχνης εξάγουν τον γόνιμο, πνευματικό πολιτισμό μας, συμφωνείς ή δεν συμφωνείς με την κατασκευή του προϊόντος, το σίγουρο είναι, ότι τα σπλάχνα αυτής της γης είναι ακόμα ζωντανά, πάλλονται δημιουργικά και έχουν μύριες ιστορίες να αφηγηθούν. Άλλωστε η κριτική στο έργο ενός καλλιτέχνη, άνευ εμπάθειας και φθόνου, είναι πάντα εποικοδομητική για τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Ένας από αυτούς τους ελάχιστους Έλληνες, που διαφημίζουν θετικά την πατρίδα μας είναι και ο σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών, Γιάννης Σμαραγδής.

Ο Γιάννης Σμαραγδής είναι ο ελληνικός κινηματογράφος, κι αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, ούτε να το ακυρώσει ο οποιοσδήποτε, όπως ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Μιχάλης Κακογιάνης, όπως είναι σήμερα ο Δημήτρης Αθανίτης, ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Πάνος Κούτρας, ο Γιάννης Οικονομίδης, η Ελίνα Ψύκου, ο Σύλλας Τζουμέρκας, όλοι τους μέλη ενός ενεργού πληρώματος στο κατάστρωμα του πλοίου που ταξιδεύει στις ανοιχτές άγριες θάλασσες της τέχνης με εκατοντάδες αβαρίες, τραύματα και ονομάζεται ελληνικό σινεμά. Σκηνοθέτης «παλαιάς κοπής», όπως λέμε ο Γιάννης Σμαραγδής, η σαρανταπεντάχρονη διαδρομή στην 7η Τέχνη το μαρτυράει περίτρανα. Οι δουλειές του αποτυπώνονται σε όλα τα κινηματογραφικά είδη και μεγέθη, ενώ οι περισσότερες ταινίες του είναι προσανατολισμένες σε βιογραφίες σπουδαίων Ελλήνων, που άφησαν έντονο το δικό τους «ζεστό», μέχρι σήμερα, χνάρι στην θυμέλη του πνευματικού ναού της ανθρωπότητας.

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, σπούδασε σκηνοθεσία στην Ελλάδα και το Παρίσι. Έχει διδάξει Μ.Μ.Ε. στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σενάριο και σκηνοθεσία σε σχολές κινηματογράφου. Ως συγγραφέας έχει εκδώσει τα βιβλία «Γεωγραφία του μη ορατού» το 1995, «Καβάφης – Λογοτεχνική Μορφή του Σεναρίου Καβάφης» το 1996 και το διήγημα «Η Ελαφίνα της Πλατείας Χαλανδρίου το 2006». Οι ταινίες του, ξεκινούν το 1972 από την μικρού μήκους «Δυο Τρία Πράγματα», η οποία βραβεύτηκε στην Ελλάδα και διακρίθηκε στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ στον Καναδά. Συνέχισε το 1975 με το καταπληκτικό, δυνατό, ασπρόμαυρο φιλμ «Κελί Μηδέν» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο, την Σοφία Σεϊρλή, τον Βαγγέλη Καζάν. Μια ταινία γροθιά για τα μη λεγόμενα και τα έκτροπα της χούντας των Συνταγματαρχών, σε παραγωγή ενός σπουδαίου ανθρώπου-οραματιστή, του Γιώργου Παπαλιού. Δύσκολες εποχές, τότε, και ο 28χρονος σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής φανερώνει ταλέντο. Στο ίδιο ύφος, οκτώ χρόνια μετά, παρουσιάζει «Το τραγούδι της Επιστροφής» και η ελληνική τηλεόραση της δεκαετίας του ογδόντα προβάλλει τις εξαιρετικές σειρές σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή: «Χατζημανουήλ», «Σιγά η Πατρίδα Κοιμάται», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο». Για να φτάσουμε το 1996 στον «Καβάφη». Την ταινία που απογείωσε τον σκηνοθέτη πέρα των ελληνικών τειχών, αφού για ένδεκα χρόνια παιζόταν σε κινηματογραφικές αίθουσες στο Παρίσι. Ακολούθησε ο πολυβραβευμένος σε διεθνές επίπεδο «El Greco» και «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβάρι».
Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή στην δημοσιογραφική προβολή της καινούργιας του ταινίας «Καζαντζάκης». Ήταν μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε για το νέο του δημιούργημα, που αναφέρεται στον μεγάλο Κρητικό λογοτέχνη, αλλά και για τις αφορμές που δόθηκαν στον βραβευμένο σκηνοθέτη για να ασχοληθεί με αυτή την «έντονη» προσωπικότητα των γραμμάτων, που μετά τον Όμηρο άπλωσε το ελληνικό πνεύμα στα πέρατα της Γης.

«Ταξίδια και όνειρα», όπως περιγράφει ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν τα πνευματικά του οχήματα στη ζωή. Τα δικά σας κύριε Σμαραγδή ποια είναι;
Τα δικά μου όνειρα είναι όσο ζω και αναπνέω να κάνω ταινίες… Μάλιστα προσωπογραφίες (για άλλους, αγιογραφίες), δηλαδή να βάζω σε κίνηση τα μεγάλα πρόσωπα του τόπου μας που εξυψώνουν και ενεργοποιούν τον μέσα ανώτερο εαυτό μας.
Να υποθέσουμε, πως ήταν προσωπικό σας στοίχημα η μεταφορά του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη στην μεγάλη οθόνη, καθότι το σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη είναι πλησίον του δικού σας στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι ο δεύτερος Έλληνας, και μάλιστα Κρητικός, μετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο – El Greco – που απλώνει ατόφιο το ελληνικό φως στα πέρατα του κόσμου, κι εσείς του δίνεται κινηματογραφική υπόσταση. Είναι συμπτωματικό, που ασχοληθήκατε πρώτα με τον «στρατηγό», τον «παππού», τον ΚΡΗΣ, όπως αποκαλεί ο Καζαντζάκης τον Γκρέκο και μετά να ασχοληθείτε με τον «απολογητή»;
Μοιάζει σαν να είναι μοίρα. Άλλωστε ο «παππούς Δομίνικος» ο «στρατηγός» προϋπήρξε του Καζαντζάκη και έτσι ο Καζαντζάκης έκανε την αναφορά του στον Γκρέκο. Και έτσι ήρθε η σειρά μου να κάνω τη δικιά μου αναφορά στον Καζαντζάκη, έχοντας κάνει βεβαίως ταινία τον Ελ Γκρέκο.
Ποια είναι η ευθύνη σας απέναντι στο κοινό, δημιουργώντας ταινίες επικεντρωμένες σε ανθρώπινες μορφές που το έργο τους, όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι, άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στον οικουμενικό πολιτισμό;
Η ευθύνη μου απέναντι στο κοινό είναι να κάνω ταινίες που μέσα από αυτές τις ιδιαίτερες προσωπικότητες, οι θεατές να βρουν τους προσωπικούς τους δρόμους για να επικοινωνήσουν με τα ανώτερα στοιχεία της ψυχής τους. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που κάνω ταινίες με θετικό πρόσημο.

Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ταξιδευτής και στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο», που στηρίζεται και το σενάριο της ταινίας σας, αναφέρει τους τόπους που έχει επισκεφθεί, όχι μόνο αυτούς του ελλαδικού χώρου, αλλά και του εξωτερικού. Είναι άριστος γνώστης της ευρωπαϊκής τέχνης, θαυμάζει την λάμψη της, παράλληλα, όμως, αμφισβητεί το εσωτερικό της βάθος, ακριβώς, όπως συνέβαινε και με τον Κρητικό πρόγονο του, τον El Greco, που αμφισβητούσε έντονα τον Μιχαήλ Άγγελο. Στην περίοδο των κρίσεων και της αμφισβήτησης των ανθρώπινων δεδομένων, τι μπορεί να περιμένει ο Έλληνας, κύριε Σμαραγδή, από τα «αβαθή» νερά της ευρωπαϊκής κουλτούρας;

Η βάση της ευρωπαϊκής κουλτούρας είναι ο ελληνικός πολιτισμός. Αυτό, δηλαδή, που λένε και οι μεγάλοι διανοητές της Ευρώπης όπως ο Γκαίτε, ο Τσίλερ και άλλοι, ότι «όλοι κατά βάθος είμαστε Έλληνες». Οι Ευρωπαίοι, μετά την Αναγέννηση έφτιαξαν ένα κόσμο στηριζόμενο πάνω στο Ελληνικό πνεύμα με προσθήκες που το αλλοίωσαν εντέλει. Και έτσι μπήκε ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός σε σκοτεινά μονοπάτια. Εμείς οι Έλληνες, τους τελευταίους καιρούς, δυστυχώς, διαβάζουμε τον εαυτό μας μέσω των Ευρωπαίων και αυτό δεν κάνει καθόλου καλό στον ψυχισμό μας. Ευτυχώς που υπάρχουν τα μεγάλα ελληνικά μεγέθη που συνομιλούν με τη μήτρα την ελληνική χωρίς τις ευρωπαϊκές προσεγγίσεις όπως είναι ο Καζαντζάκης βεβαίως, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Μακρυγιάννης, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, κ.α..

Σε ποια χρονική στιγμή της ζωή σας συναντηθήκατε με το λογοτεχνικό σύμπαν του Νίκου Καζαντζάκη και ποιο ήταν το σημείο ή το βιβλίο από το συνολικό έργο του, που σας εντυπωσίασε, ώστε να διαβαστεί από εσάς πάνω από μια φορά;
Από τα 11 μου χρόνια έως τα 16 χρόνια μου που έφυγα από την Κρήτη είχα διαβάσει όλα τα βιβλία που είχαν εκδοθεί μέχρι τότε του Καζαντζάκη. Το βιβλίο που διάβασα πλείστες φορές είναι βεβαίως, η «Αναφορά στο Γκρέκο» πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ταινία.
Η φιλία του Νίκου Καζαντζάκη με τον επίσης σπουδαίο ποιητή Άγγελο Σικελιανό ήταν μνημειώδης, αλλά και ταραχώδης, όπου σχεδίαζαν, μάλιστα, στο Άγιο Όρος να δημιουργήσουν μια νέα θρησκεία με χριστιανικά και αρχαιοελληνικά ιδεώδη. Όταν συγκρούστηκαν ιδεολογικά, Καζαντζάκης και Σικελιανός σταμάτησαν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η απομάκρυνση στοίχησε πολύ στον Κρητικό λογοτέχνη. Ο Καζαντζάκης αποκαλούσε αυτό το φιλικό δίδυμο: «Δημογιώργης», από τον Άγιο Δημήτριο και τον Άγιο Γεώργιο, που στην χριστιανική θρησκεία αντικατέστησαν τους δίδυμους Διόσκουρους, Κάστωρ και Πολυδεύκη. Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1947 πρότεινε μόνο τον Σικελιανό για το Νόμπελ και ο Καζαντζάκης θορυβημένος κινητοποιήθηκε γρήγορα να προτείνουν και εκείνον, ασχέτως εάν μετά ο εμπαθής και μετριότατος συγγραφέας και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς μαζί με τον τότε Έλληνα πρέσβη στην Στοκχόλμη, Πίνδαρο Ανδρουλή δρούσαν παρασκηνιακά εναντίον των δυο σπουδαίων λογοτεχνών. Η δική σας άποψη σε αυτό το άκρως μελανό σημείο για τα ελληνικά γράμματα ποια είναι;

Αυτά που έζησε ο Καζαντζάκης από το άθλιο αθηναϊκό κατεστημένο της εποχής του, από τη βαλτωμένη λογοτεχνική φατρία με επικεφαλής τον ασήμαντο Σπύρο Μελά, τα ζω και εγώ σήμερα από το αθηναϊκό άγριο κινηματογραφικό κατεστημένο, που προσπάθησε πρώτα να εμποδίσει να γίνει η ταινία και αφού τα καταφέραμε και έγινε, εξαπολύθηκαν να τη λασπώσουν για να εμποδίσουν τους θεατές να έρθουν σε επαφή με την «ψυχή» της. Άρα μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που έζησε αυτός ο γίγαντας και το έζησε πολλαπλά από ότι το ζω εγώ, λόγω βεβαίως του μεγάλου μεγέθους. Όσο βεβαίως, για την θλιβερή αυτή παρασκηνιακή συμπεριφορά της λογοτεχνικής φατρίας, υπάρχει αυτό στην ταινία, δε θα μπορούσε άλλωστε να λείπει.
Ο σκηνοθέτης για να ασχοληθεί με την βιογραφία μιας επιφανούς προσωπικότητας σημαίνει, ότι είτε την θαυμάζει και στην ταινία του την αποθεώνει, είτε την φθονεί και την απομυθοποιεί. Εσείς, φυσικά, θαυμάζεται τα μάλα τον Κρητικό λογοτέχνη. Ο Καζαντζάκης στην αναφορά του στον Γκρέκο, γράφει, «Ας είναι καλά ο Θεοφονιάς ο Νίτσε, αυτός μου ‘δωσε το κουράγιο». Η σχέση σας με τον Θεό ποια είναι;
Ο Σωκράτης έλεγε “ό,τι λέω μου το υπαγορεύει ένα εσωτερικό μαντείο την προέλευση του οποίου αγνοώ”,εννοώντας” το Θεό. Ο μεγάλος επίσης Έλληνας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στην τελευταία του ποιητική συλλογή, Τα Ελεγεία της Οξώπορτας γράφει: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Ωστόσο λάμπει». Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους Φως και τι άλλο μπορεί να είναι το Φως από Θεός ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί.
Προσωπικά, θεωρώ, πως ο εκλιπών Στάθης Ψάλτης ήταν ηθοποιός υψηλών προδιαγραφών και στα πρώτα του βήματα είχε δώσει εκπληκτικά σημάδια ερμηνευτικής γραφής, ασχέτως εάν στην συνέχεια ακολούθησε τον δρόμο που γνωρίζουμε. Ο λόγος που επιλέξατε τον ηθοποιό για τον συγκεκριμένο ρόλο ποιος είναι;
Ακριβώς επειδή ήταν ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός και το αποδεικνύει στην ταινία «Καζαντζάκης» με την ερμηνεία του.


Οι σημαντικές δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στα γυρίσματα ποιες ήταν;
Τα γυρίσματα δεν είχαν καμία δυσκολία. Ξεκινώντας τα γυρίσματα από την Κρήτη βρήκαμε μια τεράστια ανοιχτή αγκαλιά από τους συμπατριώτες μου τους Κρητικούς. Με τους ηθοποιούς, το συνεργείο και τους συντελεστές ζήσαμε ένα υπέροχο ταξίδι γλυκύτητας και αγάπης. Το μόνο πρόβλημα που είχαμε το οποίο ήταν πραγματικό πρόβλημα ήταν να συγκεντρωθούν τα κεφάλαια για την ολοκλήρωση της παραγωγής. Ας σημειωθεί ότι η φατρία του ελληνικού κινηματογράφου έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει την δημιουργία της, κλείνοντας τις επίσημες χρηματοδοτικές ροές. Ευτυχώς με την διαμεσολάβηση κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν καλά τις ευρύτερες ραδιουργίες τους ξεμπλοκαρίστηκαν. Για να το ξεκαθαρίσουμε: Αυτή η φατρία είναι έξω και πέρα από την πολιτική. Θυμίζω ότι τη χώρα μας τη κηδεμόνευαν και συνεχίσουν να κηδεμονεύουν μικρές πανίσχυρες φατρίες, οι οποίες δε θα αφήσουν ποτέ όσο υπάρχουν, τη χώρα να αναπνεύσει. Μια τέτοια φατρία δεν σκότωσε και τον Καποδίστρια;
Όταν ολοκληρώνεται μια ταινία, εσείς τι λαμβάνετε από αυτήν;
Την αγάπη του κόσμου και αυτό είναι αρκετό.
Τι περιμένουμε από εσάς στην συνέχεια;
Η επόμενη ταινία που είναι στη διαδικασία του σεναρίου είναι ο «Καποδίστριας». Εάν η φατρία των τότε προυχόντων και της οικογένειας Μαυρομιχαλέων με τις πλάτες των Άγγλων και των Γάλλων δεν δολοφονούσαν τον Καποδίστρια, η χώρα δεν θα έφτανε ποτέ σε αυτή την κρίση που βρίσκεται τώρα. Αν είχε μείνει άλλα 5 χρόνια, η Ελλάδα θα είχε οργανώσει τη χώρα σε ένα κράτος σεβαστό και ανεξάρτητο όπως οργάνωσε ο Καποδίστριας την Ελβετία σε κράτος ισχυρό και ανεξάρτητο. Την Ελβετία την οργάνωσε σε σχέση με το χρήμα, την Ελλάδα θα την οργάνωνε σε σχέση με τον πολιτισμό και την παιδεία και την πρωτότυπη παραγωγή σκέψης που περισσεύει σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά είναι σκόρπια και χάνεται… Αυτό δεν άρεσε στους τότε πανίσχυρους καπεταναίους που είχαν δικές του εσωτερικές μικρές επικράτειες και κυρίως δεν άρεσε στους ισχυρούς της Ευρώπης, γιατί ήθελαν την Ελλάδα αδύναμη, ανίσχυρη και εξαρτημένη από τους ξένους, άρα μια χώρα ανελεύθερη όπως είμαστε δυστυχώς ακόμα.
Ευχαριστούμε τα μέγιστα για την συζήτηση και δίνουμε τις καλύτερες ευχές μας για την επιτυχία της ταινίας «Καζαντζάκης».

_____________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου