ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Καζαντζάκης στη δεκαετία του ’20 που γράφει την «Ασκητική» και πραγματοποιεί τα ταξίδια του στη Σοβιετική Ενωση (από το 1925 ώς το 1929) συγκλονίζεται από το «πείραμα» της ρωσικής επανάστασης και έχει πειστεί ότι ο «νέος προλετάριος Θεός θα συντρίψει όλα τα φρικώδη, άτιμα πολιτικά, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είδωλα και θα κηρύξει μια νέα ελευθερία στον κόσμο».
Μια κατάθεση αυτοβιογραφικής συνόψισης των κοσμοθεωρητικών του ενδιαφερόντων και «οφειλών» δίδει ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο» (1956/7). Ετσι, εξομολογείται ότι «τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά» του.
Το «καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας». Ο Λένιν και στον επίλογο του βιβλίου εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις «μεγάλες Σειρήνες» που τον «μαύλισαν». Ομως στο κεφάλαιο που αφορά τον Ζορμπά, αυτόν δηλαδή που τον «έμαθε ν’ αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο», ξεχωρίζει τον Ομηρο, τον Βούδα, τον Νίτσε και τον Μπερξόν.
Τι υπονοούσε μια τέτοια παράκαμψη του Λένιν; Ο «Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ολοκληρώθηκε στην Αίγινα το 1943, ενώ ένα μέρος του «Προλόγου» δημοσιεύτηκε ήδη στο περιοδικό «Κρητικές σελίδες» τον χειμώνα του 1936/1937. Επομένως, τόσο κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής όσο και νωρίτερα, κατά την έναρξη της μεταξικής δικτατορίας, «ξεχωρίζει» αυτούς που «αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή» του: Ομηρος, Μπερξόν, Νίτσε, Ζορμπάς.
Προφανώς δεν είναι μόνο η αγνόηση του Λένιν, αλλά προέχει η πρόταξη των υπολοίπων στη θεωρητική υποστάτωση του Ζορμπά που δημοσιεύεται αυτοτελώς το 1946. Οταν δηλαδή ο Καζαντζάκης ήταν αντιπρόεδρος του «Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου» και συνάμα επέμεινε ότι ο «μόνος δρόμος σωτηρίας για την Ελλάδα είναι η ένωση όλων των σοσιαλιστών» («Ελεύθερος», 25.6.1945).
Στον «ζορμπαδόκοσμο», χωρίς λοιπόν τη μνεία του Λένιν, μόνο μια φορά και στην αρχή μάλιστα του έργου, γίνεται λόγος για τον σχεδιασμό της «κομμούνας» ως «μιας καινούργιας συμβίωσης των ανθρώπων». Για να αποκρουστεί αμέσως ο «διανοούμενος» από τον Ζορμπά που «λοξοκοίταξε κοροϊδευτικά»: «Σοσιαλισμός και κοροφέξαλα». Υπάρχουν βέβαια και κάποια ακόμη σημεία, για παράδειγμα όσα «είδε κι έπαθε στη ρούσικη επανάσταση» ένας «φοβερός μπολσεβίκος». Αντίθετα, η θητεία στη σκέψη και την πράξη του Βούδα θα αργήσει να δηλωθεί ότι πήγε στα αζήτητα. Η «βουδική μπόρα» μόλις στο 21ο κεφάλαιο (ακολουθούν μόνο άλλα πέντε) του Ζορμπά αρχίζει να «διαλύεται».
Εκείνο όμως που παραμένει ισχυρό διαρθρωτικό νήμα σε όλο το έργο είναι η «διαλεκτική κυρίου και δούλου», δηλαδή η διαρκής απόπειρα ο ένας να παίξει τον ρόλο του άλλου, ως «δάσκαλος» και «μαθητής». Κι αν από την πλευρά του «καλαμαρά» το ζήτημα είναι πώς να «μετουσιώσει την ύλη και να την κάμει πνεύμα», από την πλευρά όμως του ειρωνευτή του «χαρτοπόντικα» η έκκληση προς το «αφεντικό» είναι αυτά που λέει «να τα χόρευε», μήπως και έτσι τα «καταλάβει».
Για να ακολουθήσει η παράκληση του «γραμματιζούμενου»: «Ελα Ζορμπά, μάθε με να χορεύω!». Γεγονός που συνοψίζεται σε «πείσμα και ανταρσία» που «πλατύνει την καρδιά» και «γαληνεύει το νου». Σε μια τέτοια «απροσδόκητη λύτρωση» ανακαλύπτεται στο «αγέλαστο κρανίο της Ανάγκης» η «λευτεριά να παίζει».
Θα μπορούσε κανείς να ανατρέξει στον Zorba the Greek (1964), ανατέμνοντας την ταινία ως «διασκευή» του μυθιστορήματος χωρίς όμως να εγκλωβιστεί στο σχήμα ενός νεοελληνικού «προτύπου» και στο «χθόνιο» μοτίβο του Διονύσου που το ζωογονεί. Γιατί αδυνατώ να παραβλέψω την επιρροή που ασκεί ακόμη –σε Ελληνες και ιδίως σε ξένους– ο καζαντζακικός Ζορμπάς, με τον απόγονο του Διονύσου να αναλώνεται χορευτικά στον γιαλό.
Και όμως ο αρχαίος θεός, που σταδιοδρόμησε στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, όταν εγκαταστάθηκε στο αρχαίο ελληνικό άστυ παρέμεινε ενεργός στη φαντασιακή κοινότητα των καταπιεσμένων, δηλαδή των γυναικών και των δούλων. Οπως έγραφε ένας πρόωρα χαμένος δάσκαλός μας, ο Σπύρος Κυριαζόπουλος («Η πολιτική θρησκεία της Ελλάδος», Ιωάννινα 1970, 40), ο «μαινόμενος» θεός δίδασκε την «απόδρασιν εκ των συνθηκών της ζωής διά του χορού και της μέθης εις τους υφισταμένους την ωμότητα των κυριάρχων». Είναι ο «μέλας» που αντιμάχεται τον «ξανθόν Απόλλωνα» των «προνομιούχων τάξεων»...
Προς αυτήν την κατεύθυνση –με την καταγραφή της «δαιμονικιάς ανταρσίας του ανθρώπου»– έχουμε τη δυνατότητα να κινηθούμε με τη θεατρική παράσταση «Αλέξης Ζορμπάς» και με τον Γρηγόρη Βαλτινό να υποδύεται εξαίσια τον «μαθητή» και «δάσκαλο» του Καζαντζάκη. Οσο για τον τίτλο του παρόντος κειμένου, προέρχεται από την «Αναφορά στο Γκρέκο», όταν συγγραφέας και «ρυθμός καινούργιος» έγιναν «καταχτητές κι οι δυο και καταχτημένοι». Μόνο που για τον συγγραφέα ο Ζορμπάς δεν έγινε «επιταχτικό πρότυπο ζωής» - απλώς έγινε «φιλολογικό» για να «μουντζαλώσει κάμποσες κόλλες χαρτί»...
* ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου